Του Σταύρου Λυγερού
Αυτή τη φορά η σύνοδος του G8 ξέφυγε από την παράδοση. Δεν είναι η φιλική συνάντηση των μεγάλων για συζήτηση και εποικοδομητικό παζάρι. Το κλίμα ήταν ήδη βαρύ και επιβαρύνθηκε από δηλώσεις των δύο ηγετών. Οι φόβοι, ωστόσο, ότι οι αμερικανορωσικές σχέσεις θα κατολισθήσουν σε ψυχροπολεμικά επίπεδα ήταν εξαρχής υπερβολικοί. Ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά έχουν συμφέρον από μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι πρόκειται για κάποια παρεξήγηση που θα λήξει γρήγορα. Οι ΗΠΑ ήθελαν την «Αρκούδα στα γόνατα», αλλά έχουν συνειδητοποιήσει ότι η εποχή Γιέλτσιν έχει παρέλθει. Γι’ αυτό και προσπαθούν να διατηρήσουν το στρατηγικό τους πλεονέκτημα στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί όχι μόνο η εγκατάσταση της αντιπυραυλικής ασπίδας, αλλά και η αμερικανική κριτική για δημοκρατικά ελλείμματα, που (χωρίς να είναι αβάσιμη) έχει στόχο την πολιτική πλαγιοκόπηση της Ρωσίας. Από την πλευρά της, η Μόσχα νιώθει πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση συγκριτικά με το παρελθόν, όταν ανεχόταν προκλήσεις για να αποφύγει την αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον. Με όπλο την κρατική εξουσία και με προίκα την άνοδο των τιμών της ενέργειας, ο πρόεδρος Πούτιν σταδιακά, αλλά μεθοδικά «επανεθνικοποίησε» και την πολιτική και την οικονομία, που είχε αλωθεί από τους ολιγάρχες. Η αντιπυραυλική ασπίδα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Με την αμετροέπειά τους, οι ΗΠΑ ουσιαστικά εξώθησαν τη Ρωσία να ζητήσει πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά μια νέα ισορροπία. Με την ομιλία του στο Μόναχο, ο πρόεδρος Πούτιν ανήγγειλε ότι η Μόσχα εφεξής δεν θα αποδέχεται χωρίς αντίδραση τις εις βάρος της αμερικανικές μεθοδεύσεις. Ύψωσε τους τόνους και τροφοδότησε την κρίση για να την χρησιμοποιήσει σαν «μαμή» με σκοπό την εμπέδωση μιας νέας ισορροπίας στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Ισορροπίας, η οποία θα αναγνωρίσει στη Ρωσία τον διεθνή ρόλο, που αρμόζει στο μέγεθος και στο σημερινό ειδικό βάρος της. Η επιτυχής δοκιμή του νέου βαλλιστικού πυραύλου δεν ήταν μόνον η έμπρακτη απάντηση στην αντιπυραυλική ασπίδα. Αποδεικνύει ότι η Ρωσία δεν είναι μόνο πρώην υπερδύναμη, αλλά και μία πολύ μεγάλη δύναμη του σήμερα. Εάν κρίνουμε από τις δηλώσεις των δύο ηγετών αμέσως μετά την συνάντησή τους, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η πρόθεσή τους να μην τραβήξουν πολύ το σκοινί. Αν και είναι πρώιμο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι η Μόσχα κερδίζει κάποιους πόντους σ’ αυτό το διπλωματικό «μπρα ντε φερ». (Καθημερινή, 8/6/07)