Του Γιώργου Καπόπουλου
Ποιο είναι το στίγμα της περιοδείας Μπους στα Βαλκάνια; Εκ πρώτης όψεως με δεδομένη την αδυναμία ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε για τουλάχιστον μια δεκαετία, στην καλύτερη των περιπτώσεων σαν πρώτη λογική εξήγηση προβάλλει η διαπίστωση ότι η Ουάσιγκτον καλύπτει το κενό της Ε.Ε με το ΝΑΤΟ να λειτουργεί όπως και στις άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ως προθάλαμος της πλήρους ένταξης. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη: Οι ΗΠΑ εγκαθιστούν στρατιωτικές βάσεις στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και όλα δείχνουν ότι επενδύουν στην ανάπτυξη της στρατιωτικής τους παρουσίας και στα Δυτικά Βαλκάνια. Έτσι η σπουδή της Ουάσιγκτον για την υιοθέτηση του οριστικού καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου δεν συμβολίζει πλέον το κλείσιμο εκκρεμοτήτων και την αμερικανική απεμπλοκή στην περιοχή αλλά τη μετάβαση σε μια νέου είδους εμπλοκή και παρουσία στην περιοχή. Πρόκειται για ένα νέο κεφάλαιο στη θεώρηση των Βαλκανίων από τις ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Όταν ξέσπασε η γιουγκοσλαβική σύγκρουση, τον Ιούνιο του 1991, επρόκειτο για τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους πατέρα για μια καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση. Στη συνέχεια επί προεδρίας Κλίντον σταδιακά - τον Νοέμβριο του 1993 ο τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Γουόρεν Κρίστοφερ είχε δηλώσει ότι η σύγκρουση στη Γιουγκοσλαβία είναι περιφερειακή κρίση στην οποία δεν διακυβεύονται ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα- η Ουάσιγκτον κατενόησε ότι η πρωτοκαθεδρία της στο ΝΑΤΟ θα υπονομευόταν αν δεν ανελάμβανε το κόστος της χερσαίας εμπλοκής στην πρώην Γιουγκοσλαβία αντί να παροτρύνει τους Ευρωπαίους εταίρους να το πράξουν. Μετά τις 11.9.01. τα Βαλκάνια θεωρήθηκαν περιθωριακή πτυχή στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό με την απεμπλοκή των ΗΠΑ ως άμεση προτεραιότητα. Σήμερα η αμερικανική πολιτική στην περιοχή είναι γεμάτη από αντιφάσεις: Έχει ως άξονα αναφοράς την εσπευσμένη ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου που θεωρείται κλειδί για την περιφερειακή σταθερότητα για τις ΗΠΑ, μια παραδοχή υποκειμενική καθώς μπορεί να υπάρξει ένα ντόμινο εθνικιστικών συγκρούσεων από την Π.Γ.Δ.Μ μέχρι τη Σερβία και τη Βοσνία. Η μεγαλύτερη αντίφαση της σημερινής αμερικανικής πολιτικής για τα Βαλκάνια είναι ότι συνθέτει και την αρχική φάση της αποστασιοποίησης και την επόμενη της εμπλοκής: Αν ξεσπάσουν νέες εθνικιστικές συγκρούσεις στο Τέτοβο, το Πρέσεβο ή το Σαντζάκ είναι εξωπραγματικό να αναμένεται στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ. Η κατάπαυση των εχθροπραξιών και η σταθεροποίηση θα είναι ευθύνη της Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, που η Ε.Ε θα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίβλεψη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου η Ουάσιγκτον θα επεκτείνει τη στρατιωτική της παρουσία στην Αλβανία και στην Π.Γ.Δ.Μ. με τα Τίρανα και τα Σκόπια να ελπίζουν ότι θα προωθήσουν τη θέση τους στους περιφερειακούς συσχετισμούς. Έτσι τα Δυτικά Βαλκάνια θα αποτελούν για την επόμενη τουλάχιστον δεκαετία ένα μείζονος κλίμακας γεωπολιτικό παράδοξο: Θα παραμένουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά η ευθύνη για τη σταθερότητα και την ασφάλεια τους θα ανήκει στην Ε.Ε μια σταθερότητα που είναι προϋπόθεση για μια λειτουργική επιχειρησιακά και βαρύνουσα πολιτικά παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή. Επί του παρόντος, οι βάσεις των ΗΠΑ στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία δεν έχουν δημιουργήσει μείζονα παρενόχληση. Με δεδομένη όμως τη στρατηγική θέση των Βαλκανίων κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τη μετατροπή τους σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον σαν τη βάση μιας αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας που θα έχει δυνατότητα δράσης από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία μέχρι την Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Τα Δυτικά Βαλκάνια μπορεί να γίνουν το πρώτο πεδίο εφαρμογής μιάς ετεροβαρούς σύμπραξης: Η Ε.Ε να αναλαμβάνει το συνολικό κόστος μιας σταθεροποίησης και τις ΗΠΑ να αποκομίζουν τα όποια γεωπολιτικά οφέλη. (Ημερησία, 13/6/07)