Της Νέλλης Πολύζου
Τα βιοκαύσιμα φαίνεται να κερδίζουν τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην προσπάθεια που καταβάλλεται παγκοσμίως για αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πράγματι, η ανάγκη αποδέσμευσης από το πετρέλαιο και τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα γίνεται όλο και πιο επιτακτική, δεδομένου ότι η ρύπανση που προκαλούν στη Γη είναι τεράστια. Τα βιοκαύσιμα θεωρούνται από πολλούς ως η ιδανικότερη λύση στο ενεργειακό – και κατ’ επέκταση περιβαλλοντικό – πρόβλημα. Κύριος υποστηρικτής τους οι ΗΠΑ, οι οποίες ανακοίνωσαν πρόσφατα σχέδια για πενταπλασιασμό της παραγωγής αιθανόλης και άλλων εναλλακτικών καυσίμων, με απώτερο στόχο την παραγωγή 35 δις γαλονιών αιθανόλης ετησίως μέχρι το 2017. Οι στόχοι αυτοί δεν είναι φυσικά ούτε τυχαίοι ούτε ανέφικτοι, δεδομένου ότι η χώρα είναι δεύτερη παγκοσμίως – μετά τη Βραζιλία – στην παραγωγή αιθανόλης και επιδιώκει όσο τίποτε άλλο την πετρελαϊκή της απεξάρτηση. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, οι ΗΠΑ «συμμάχησαν» φέτος με τη Βραζιλία για την προώθηση της παραγωγής και χρήσης βιοκαυσίμων και δη βιοαιθανόλης. Κάτι που ερμηνεύεται βεβαίως και ως προσπάθεια του προέδρου Μπους να περιορίσει την ισχυρή επιρροή που ασκεί στην περιοχή «η διπλωματία του πετρελαίου» του Ούγκο Τσάβες. Ως εδώ καλά. Θεωρητικά, και ασχέτως με το ποια είναι ή δεν είναι τα πραγματικά κίνητρα του Μπους, η προώθηση του εναλλακτικού αυτού καυσίμου θα έπρεπε να είναι καλοδεχούμενη. Γιατί η αιθανόλη και φθηνότερη από τη βενζίνη είναι και δημιουργείται από ακίνδυνα υλικά, όπως το καλαμπόκι, το ζαχαροκάλαμο, τα ζαχαρότευτλα, το σιτάρι κ.ά. Η κατάσταση όμως είναι λίγο πιο περίπλοκη. Σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που προειδοποιούν πως οι ιδιότητες της αιθανόλης είναι υπερεκτιμημένες και η παραγωγή της θα παρασύρει τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους σε έναν σκληρό ανταγωνισμό για τροφή. Οι δηλώσεις του Φιντέλ Κάστρο περί «καταστροφικής ιδέας να μετατραπούν τα τρόφιμα σε καύσιμα» μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται υποκινούμενες από τη «συμπάθεια» που τρέφει ο Κουβανός ηγέτης προς τις ΗΠΑ, αλλά δεν είναι εξωπραγματικές. Είναι γεγονός ότι πολλοί γεωργοί εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές τους καλλιέργειες για να ασχοληθούν με τις «ενεργειακές». Ως αποτέλεσμα, από τις αρχές του περασμένου έτους, η τιμή του καλαμποκιού στις ΗΠΑ έχει διπλασιαστεί, ενώ αυτή του σιταριού βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών. Στο Μεξικό έχουν ήδη ξεσπάσει ταραχές για τα τρόφιμα και στις ΗΠΑ το υπουργείο Γεωργίας προειδοποιεί ότι σε περίπτωση ξηρασίας ή πολύ φτωχής σοδειάς «θα παρουσιαστεί αστάθεια ανάλογη με εκείνη της δεκαετίας του ‘70». Επιπλέον, πολλές βιομηχανίες τροφίμων έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένα για μείωση των κερδών τους, τη στιγμή που οι ενεργειακές εταιρείες δεν έχουν αισθανθεί ακόμη καμία πίεση. Αυτό συμβαίνει γιατί η παραγωγή αιθανόλης στις ΗΠΑ απαιτεί την καλλιέργεια τεράστιων εκτάσεων, για να συμβάλλει τελικά με ένα πολύ μικρό ποσοστό στη συνολική κατανάλωση βενζίνης. Πέραν της αύξησης των τιμών των γεωργικών προϊόντων, μία άλλη σημαντική παράμετρος είναι και οι καταστροφές που γίνονται στη δάση, στο βωμό της παραγωγής βιολογικών καυσίμων. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, το 98% των τροπικών δασών της Ινδονησίας θα καταστραφεί έως το 2022, ενώ πριν από πέντε χρόνια η καταστροφή αυτή τοποθετείτο χρονικά στο 2032. Τι δεν είχαν υπολογίσει οι συντάκτες της έκθεσης; Την παραγωγή φοινικέλαιου (palmoil) για βιοκαύσιμα. Και για να γίνουμε πιο σαφείς, με την καύση των δασών παράγεται διοξείδιο του άνθρακα. Η έκθεση υποστηρίζει ότι κάθε τόνος φοινικόδεντρου που καίγεται απελευθερώνει 33 τόνους αερίων – δηλαδή δεκαπλάσια ποσότητα μόλυνσης από αυτή του πετρελαίου. Επιπλέον, ορισμένοι επικριτές της αιθανόλης υποστηρίζουν ότι η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων στη Βραζιλία απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού και οδηγεί στην αποψίλωση των δασών του Αμαζονίου προκειμένου να δημιουργηθούν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε είναι σαφές ότι το όφελος από την παραγωγή βιοκαυσίμων στην ουσία ακυρώνεται. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι για την παραγωγή τους χρησιμοποιούνται στις περισσότερες περιπτώσεις ορυκτά καύσιμα, η επιλογή αυτή δεν φαίνεται να είναι και η πλέον «καθαρή». Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μια λύση θα μπορούσαν να είναι τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς, τα οποία θα παράγονται από ξυλώδη υλικά, από αγρωστώδη φυτά και από ορισμένους πρόσθετους τύπους απορριμμάτων. Αυτά όμως δεν θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν πριν από 20 ή 30 χρόνια.