Του Γιώργου Καπόπουλου
Η ανάγκη τήρησης ευρω-ατλαντικών ισορροπιών για τη χώρα μας ουδέποτε τέθηκε σε αμφισβήτηση μετά την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ το 1981 και παρά την ένταξή μας στη συνέχεια σε όλα τα προωθημένα σχήματα ολοκλήρωσης, από το Σέγκεν μέχρι την ΟΝΕ. Σε όλα τα ζητήματα που αποκαλούνται «εθνικά» τον κύριο μεσολαβητικό-επιδιαιτητικό ρόλο διαδραμάτισαν την τελευταία εικοσιπενταετία οι ΗΠΑ. Η πολιτική επιλογή στην οποία συμφωνούν τα δύο κόμματα εξουσίας -Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ- ο εξευρωπαϊσμός του γειτονικού μας περιβάλλοντος -με την πλήρη ένταξη της Τουρκίας και των βορείων γειτόνων μας- απέβλεπε και αποβλέπει όχι μόνο στην επίλυση των διμερών εκκρεμοτήτων, αλλά και στην άρση των ευρω-ατλαντικών διλημμάτων, έτσι ώστε η χώρα μας να μπορεί να προχωρήσει ανεμπόδιστη σε πιο καθαρές και προωθημένες ευρωπαϊκές επιλογές. Η πραγματικότητα, όμως, αναδεικνύεται πιο σύνθετη και περίπλοκη: Στην καλύτερη των περιπτώσεων η πλήρης ένταξη της Τουρκίας θα συζητηθεί μετά το 2015, σε παρόμοιο ορίζοντα μετατίθεται και η ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων, ενώ, τέλος, η πλήρης ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας συμβαδίζει με τη στενή διμερή αμυντική συνεργασία των χωρών αυτών με τις ΗΠΑ, με επιστέγασμα την εγκατάσταση στις χώρες αυτές στρατιωτικών βάσεων. Παρά την όποια πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τον καθοριστικό ρόλο των ΗΠΑ στις σχέσεις μας με την ΠΓΔΜ, με την Αλβανία, αλλά και στη διαχειριστή των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία. Με τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα και στην περίπτωση που η επικύρωση και η εφαρμογή της Νέας Συνθήκης είναι πραγματικότητα μετά τις ευρωεκλογές του 2009, τότε θα τεθεί επί τάπητος η αναζήτηση μεγαλύτερης συνοχής από μια ομάδα κρατών με τη συγκρότηση σκληρού πυρήνα. Το κύριο σημείο αναφοράς του δεν μπορεί να είναι άλλο από μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, που θα είναι το εργαλείο για μια διακριτή τοποθέτηση των ζωτικών συμφερόντων της Γηραιάς Ηπείρου σε έναν ολοένα πιο πολυπολικό κόσμο. Σε αυτή τη δυναμική, η εθνική μας στρατηγική θα αντιμετωπίσει σοβαρότατα διλήμματα: Η συμμετοχή σε έναν σκληρό πυρήνα ευρωπαϊκής συνοχής δεν θα μπορεί να συνοδεύεται από ανεδαφικές προσδοκίες για αυτόματη «ευρωπαϊκή» επίλυση ή υπέρβαση των διμερών εκκρεμοτήτων με τους γείτονές μας. Η δημιουργία μιας πρώτης ταχύτητας στην Ε.Ε. θα αποδραματοποιήσει εκ των πραγμάτων την ένταξη τόσο της Τουρκίας όσο και των Δυτικών Βαλκανίων σε μια δεύτερη ταχύτητα, που στην ουσία θα είναι μια περιφέρεια πέριξ του σκληρού πυρήνα. Στην προοπτική αυτή οι βόρειοι γείτονές μας θα μπορούν να εξακολουθούν να έχουν προνομιακή διμερή συνεργασία με τις ΗΠΑ και η Άγκυρα να ολοκληρώνει την ενταξιακή διαπραγμάτευση χωρίς να οδηγείται είτε στην επίλυση με ευρωπαϊκούς όρους, είτε στην υπέρβαση των διμερών εκκρεμοτήτων της με την Αθήνα. Με αυτά τα δεδομένα, τα «εθνικά θέματα» μπορεί, έστω και απονευρωμένα από την αρχική τους ένταση και επικινδυνότητα, να αποτελέσουν μια διπλή σοβαρή παρενόχληση: Πρώτον, να θεωρηθούν «βαρίδια» που να δυσχεράνουν τη συμμετοχή της χώρας μας σε έναν μελλοντικό σκληρό πυρήνα, σε οποιοδήποτε σχήμα ή σχήματα ενισχυμένης πολιτικής συνοχής. Δεύτερον, σε περίπτωση μιας χωρίς προβλήματα ένταξής μας στον σκληρό πυρήνα, να μην υπάρχει πεδίο ευρωπαϊκό, ατλαντικό η ευρω-ατλαντικό για τον χειρισμό των «εθνικών θεμάτων», με μόνη πλέον επιλογή τη διμερή διαπραγμάτευση. Ως μεγαλύτερη απειλή προβάλλει το πρώτο σενάριο: Να προβάλλει η Αθήνα ως προβληματική και ελλειμματική για συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα, να παρουσιάσει δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, την ίδια εικόνα που παρουσίαζε στα μέσα της δεκαετίας του 90 ως προς τη βούληση και την ικανότητά της να ενταχθεί στην ΟΝΕ. (Ημερησία, 16/6/07)