Του Ευθ. Π. Πέτρου
Για την χερσόνησο των Βαλκανίων η γιουγκοσλαβική κρίσις της δεκαετίας του ’90, υπήρξε γεγονός τόσο κοσμογονικό, όσο ήταν για την Ευρώπη η κατάρρευσις της Σοβιετικής Ενώσεως και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μόνο που στα Βαλκάνια η λύσις του δράματος βαίνει με ρυθμούς βραδείς, ίσως να τους έλεγε κανείς ανατολίτικους. Στην Ελλάδα όμως, στα 17 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που ξέσπασε η κρίσις, εξακολουθούμε να βλέπουμε τα πράγματα, αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του τι συμβαίνει στα Σκόπια. Η αλήθεια όμως είναι τον περισσότερο καιρό, προσποιούμεθα ότι το πρόβλημα δεν υπάρχει για να το θυμηθούμε μόνον εάν κάποια εξέλιξις το φέρνη στην επικαιρότητα. Κάτι τέτοιο συμβαίνει τώρα, που ανακύπτει η προοπτική εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, μαζί με την Αλβανία και την Κροατία. Και πάλι το όλο ζήτημα αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα κατά τρόπο μονοδιάστατο, ως εάν όλο το θέμα είχε ανακινηθή μόνο και μόνο για να αναζωπυρηθή το δικό μας πρόβλημα. Δεν είναι έτσι. Πράγματι το πρόβλημά μας με τα Σκόπια λαμβάνεται υπ’ όψιν από τους διεθνείς οργανισμούς (το ΝΑΤΟ εν προκειμένω) μάλλον ως «πονοκέφαλος», που καθίσταται πλέον έντονος από την εμμονή μας να μην θέλουμε να δούμε τις άλλες του πτυχές. Ακόμη και όταν αυτές μας ευνοούν! Είναι πολλά χρόνια τώρα, που το ΝΑΤΟ έχει μετασχηματισθή στον πλέον σημαντικό οργανισμό συλλογικής ασφαλείας, ο οποίος εκ παραλλήλου, με το πρόγραμμα Σύμπραξις για την Ειρήνη, έχει ανοίξει την θύρα του πρακτικώς προς όσους πληρούν κάποια στοιχειώδη κριτήρια δημοκρατικής διακυβερνήσεως και προτίθενται να μετάσχουν στις ανά τον κόσμο αποστολές του. Με βάση τα κριτήρια αυτά, προσφάτως έγιναν δεκτές στο ΝΑΤΟ η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Σειρά πήραν οι τρεις προαναφερθείσες βαλκανικές χώρες, προκειμένου εξυπηρετηθούν δύο σκοπιμότητες. Η πρώτη είναι το κοινό συμφέρον από την διασφάλιση σταθερότητος, εν όψει μάλιστα των κρισίμων αποφάσεων για το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο συμφώνως προς όλες τις ενδείξεις θα αποκτήση ανεξαρτησία. Η δεύτερη είναι απλώς η εξυπηρέτησις του στόχου του Αμερικανού Προέδρου Μπους να ολοκληρώση την θητεία του με μια διπλωματική επιτυχία, όπως η ένταξις τριών ακόμη χωρών στο ΝΑΤΟ. Ενώ όμως ολόκληρο σχεδόν το ΝΑΤΟ προβληματίζεται ως προς το εάν η Αλβανία και τα Σκόπια πληρούν τα κριτήρια που απαιτούνται ως προς την πολιτική ομαλότητα και την χρηστή διοίκηση, εμείς πάλι περιορίσαμε τον προβληματισμό μας στο ζήτημα της ονομασίας. Αντί δηλαδή να επικεντρωθούμε στα θέματα ουσίας, τα οποία είναι κατανοητά σε όλους και αποτελούν αντικείμενο πραγματικού και σοβαρού προβληματισμού, πάλι φαινόμαστε να παραβλέπουμε τα πάντα χάριν ενός «πείσματος». Δυστυχώς έτσι τα έχουμε καταφέρει. Να πείσουμε εχθρούς και φίλους ότι το ζήτημα της Μακεδονίας είναι απλώς ένα πείσμα… Και αν περί τα μέσα του προσεχούς έτους η ένταξις Αλβανίας και Σκοπίων απορριφθή -κάτι που είναι πάρα πολύ πιθανόν- αυτό θα είναι αποτέλεσμα της ορθολογικής αναλύσεως της καταστάσεως από τα κέντρα της Συμμαχίας, στην οποία εμείς ουδόλως βοηθήσαμε. Απεναντίας μπορεί και να δυσκολεύουμε την κατάσταση, εμμένοντας σε αυτό που οι άλλοι θεωρούν πρακτική του «πείσματος». Διαμαρτυρόμεθα που ο πρόεδρος των ΗΠΑ εξετίμησε την προσφορά 17 στρατιωτικών από τα Σκόπια να αποσταλούν στο Αφγανιστάν. Εμείς όμως επανειλημμένως αρνούμεθα να μετάσχουμε σε αποστολές εκτός συνόρων και όταν το κάνουμε, απέχουμε επιδεικτικά από κάθε ενέργεια. Στο Αφγανιστάν, έχει αποσταλή ένας ελληνικός Λόχος, ο οποίος απλώς παρίσταται χωρίς να μετέχη σε καμία ενέργεια. Δηλαδή αφ’ ενός υφιστάμεθα το κόστος της διατηρήσεως μιας μικρής μονάδος στη μέση της Ασίας και αφ’ ετέρου εκνευρίζουμε τους Συμμάχους με την άρνηση να την αφήσουμε να έχη ενεργό συμμετοχή στην ειρηνευτική διαδικασία. Κανονικά θα έπρεπε εντός του έτους να αποσταλή στο Αφγανιστάν το επιτελείο του Γ’ Σώματος Στρατού για να ασκήση την διοίκηση της ΝΑΤΟϊκής δυνάμεως. Εν τέλει το αρνηθήκαμε και αυτό. Γιατί; (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 18/06/2007)