Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις σκιάζονταν σχεδόν πάντα από ένα στοιχείο υφέρποντος ανταγωνισμού, αλλά μόνον σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτός ο ανταγωνισμός ήλθε στην επιφάνεια. Και πάλι εκδηλώθηκε με έμμεσο τρόπο και χωρίς να παραβιάζει, ούτε κατ’ ελάχιστον, τη σύμπλευση των δύο πυλώνων αυτού που αποκαλείται Δύση. Υπήρξε, βεβαίως, η περίπτωση του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκωλ, αλλά η πολιτική του ήταν γαλλική και όχι πανευρωπαϊκή. Μέχρι την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού το 1990, το κύριο πρόβλημα ασφάλειας της Γηραιάς Ηπείρου ήταν η σοβιετική πυρηνική απειλή, γεγονός που δεν άφηνε αξιόλογα περιθώρια για την εκδήλωση αυτού του ανταγωνισμού. Γι’ αυτό και ο σχετικός προβληματισμός δεν υπερέβη ποτέ τα όρια μιας μετρημένης πολιτικής χειραφέτησης, η οποία κατά βάση παρέμεινε ζητούμενο. Αλλά και τα τελευταία 12 χρόνια, η εικόνα δεν άλλαξε ποιοτικά. Ο γαλλογερμανικός άξονας, που λειτουργεί σαν ατμομηχανή αλλά και σαν άτυπος ηγετικός πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απέφυγε να αμφισβητήσει ευθέως την αμερικανική ηγεμονία. Ακόμη και όπου είχε επιφυλάξεις, τελικώς συμπαρατάχθηκε με τις ΗΠΑ. Ακριβώς γι’ αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία η αντίσταση που προβάλλουν οι Ευρωπαίοι –με την εξαίρεση της Βρετανίας- στο ζήτημα του πολέμου εναντίον του Ιράκ. Οι πρόσφατες δηλώσεις των κ. Σρέντερ και Σιράκ σηματοδοτούν μία νέα φάση στις ευρωαμερικανικές σχέσεις και ακριβώς γι’ αυτό προκάλεσαν νευρικότητα στην Ουάσιγκτον και κακεντρεχή σχόλια. Πίσω απ’ αυτήν τη διελκυστίνδα δεν βρίσκεται μόνον ο οικονομικός ανταγωνισμός. Οι Ευρωπαίοι έχουν επίγνωση, ότι το βαθύτερο πολιτικό διακύβευμα είναι το εάν η αμερικανική ηγεσία θα ασκείται με κάποιους κανόνες. Οι Ευρωπαίοι ζητούν να ακούγεται περισσότερο η άποψή τους και να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα που έχουν ως σύμμαχοι. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ, ως μοναδική υπερδύναμη, θεωρούν ότι το διεθνές θεσμικό πλαίσιο που είχε οικοδομηθεί την περίοδο του διπολισμού, δεν αντιστοιχεί στον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν μία νέα τάξη πραγμάτων, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από pax americana. Κι ακριβώς γι’ αυτό αντιμετωπίζουν με ολοένα και αυξανόμενη ενόχληση την ευρωπαϊκή αντίσταση. Η Ελλάδα έχει συνδέσει τη μοίρα της με το ιστορικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, γιατί προς αυτή την κατεύθυνση την ωθούν και τα γεωπολιτικά και τα οικονομικά της συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, όμως, λόγω και των ανοικτών εθνικών της προβλημάτων, δεν έχει την πολυτέλεια να παραβλέψει τον καθοριστικό ρόλο που ασκούν οι ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να κινείται με μεγάλη προσοχή και ευελιξία μέσα σ’ αυτό το ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον. (Aπό το κύριο άρθρο της Καθημερινής 25/01/03)

Διαβάστε ακόμα