Του Λευτέρη Παπαγιαννάκη*
Ο ανυπόφορος καύσωνας και άλλα καιρικά φαινόμενα (σχεδόν όλα πια) αποδίδονται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και την απειλούμενη κλιματική μεταβολή. Ακόμη και αν συχνά πρόκειται περί υπερβολής, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το ζήτημα του περιβάλλοντος φαίνεται να αναβαθμίστηκε εντυπωσιακά και να καταλαμβάνει κεντρική θέση στην ατζέντα του δημόσιου διαλόγου. Είναι κατ' αρχάς ευχάριστη η διαπίστωση ότι αρχίζει, έστω και καθυστερημένα, να διαμορφώνεται και στην Ελλάδα μια κάποια «πολιτική βούληση». Το ζητούμενο είναι η δεσμευτικότητα και η αξιοπιστία της. Διότι στις δημοκρατίες η πολιτική βούληση δεν αρκεί αν η σημασία του επίδικου ζητήματος και η ανάγκη αντιμετώπισής του δεν έχουν ωριμάσει και δεν έχουν εξασφαλίσει εκ των προτέρων υψηλό βαθμό κοινωνικής αποδοχής ή έστω ανοχής. Και αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο, όσο εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι νόμος είναι το δίκιο του χρήστη των φυσικών πόρων και παραπέμπουμε τις όποιες λύσεις στους «βάρβαρους» ή έστω στον συμπαθή Χατζηπετρή. Τόσα χρόνια «ανάπτυξη», και ακόμη δεν τολμάμε έναν ειλικρινή απολογισμό. Χωρίς αμφιβολία βελτιώσαμε θεαματικά το βιοτικό μας επίπεδο. Αλλά η λατρεία της κατανάλωσης έγινε αυτοσκοπός. Συνεχώς περισσότερο, παράγουμε και καταναλώνουμε φαντασιώσεις υψηλού κόστους σε ενέργεια και άλλους σπάνιους φυσικούς πόρους. Υπάρχουν όρια; Το ερώτημα τέθηκε θεωρητικά τον 19ο αιώνα, άγγιξε τον πολιτικό προβληματισμό στα μέσα του 20ού αιώνα, μπήκε στην ημερησία διάταξη της διεθνούς πολιτικής μόλις τις τελευταίες δεκαετίες και αρχίζει να παράγει τα πρώτα αποτελέσματα. Κάποτε η αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης αποτελούσε δείκτη πολισμού, σήμερα σημαίνει μάλλον το αντίθετο. Ωστόσο, με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα (των επιχειρήσεων και της οικονομίας) αναπαράγουμε το ιστορικό αίτημα για «φτηνή και άφθονη ενέργεια». Πλήρης η αντίφαση με τη βασική αρχή του συστήματος που εξοικονομεί ό,τι είναι «σχετικά ακριβό». Θέλουμε ακόμη χρόνο να επεξεργαστούμε την έννοια της «ακριβής και ελάχιστης ενέργειας». Και ώς τότε θα «παράγουμε» ενεργειακό και περιβαλλοντικό πρόβλημα. Το περίεργο είναι ότι οι σημερινές υψηλές τιμές του πετρελαίου ευνοούν την κίνηση των μηχανισμών του συστήματος προς την εξοικονόμηση ενέργειας και την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές. Αλλά οι υψηλές τιμές ισχύουν στην αφετηρία- και αυτό δεν αρκεί. Οι έννοιες του σχετικά ακριβού ή φτηνού, τα «σήματα» δηλαδή που κατευθύνουν τις αποφάσεις των χρηστών, διαμορφώνονται αφού μεσολαβήσουν οι διάφορες δημόσιες πολιτικές και κυρίως το φορολογικό σύστημα. Αποτέλεσμα: σε σύγκριση με τους εταίρους μας καταναλώνουμε φτηνή ενέργεια από όλο και πιο σπάνιους και περιβαλλοντικά επιβλαβείς πόρους. Βραχυπρόθεσμη και αδιέξοδη συμπεριφορά που προσδιορίζεται (μεταξύ άλλων) από την παραμυθία κάποιας ύφεσης των διεθνών τιμών. Βεβαίως, οι προβλέψεις είναι πολύ δύσκολο πράγμα, ιδίως αν αφορούν το... μέλλον. Αρκετοί έγκυροι αναλυτές π.χ. εκτιμούσαν, μόλις δύο χρόνια πριν, ότι η άνοδος της τιμής του πετρελαίου οφείλεται σε κερδοσκοπία και προέβλεπαν ότι η «φούσκα» θα σκάσει μέσα στο 2006, με τις τιμές να πέφτουν κάτω από 40 δολάρια το βαρέλι. Αλλά η «φούσκα» είναι ακόμη εδώ και αντέχει. Πολλοί λόγοι (η ακόρεστη βουλιμία των ανεπτυγμένων χωρών, η ορμητική είσοδος της Κίνας και της Ινδίας στην εποχή της ανάπτυξης...) συνηγορούν στο ότι έχουμε μπει σε μακροχρόνια περίοδο υψηλών τιμών ενέργειας. Τι θα άλλαζε όμως επί της ουσίας ακόμη και αν τα ορυκτά καύσιμα ξαναγίνουν φτηνά; Η επιστημονική κοινότητα και η πολιτική ηγεσία γνωρίζουν καλά ότι οι μακροχρόνιες βλάβες που προκαλούνται στους ανθρώπους και στο περιβάλλον δεν αντανακλώνται στις τιμές της αγοράς. Αν συνεκτιμήσουμε το «εξωτερικό» (εκτός αγοράς) κόστος των ορυκτών καυσίμων, το δήθεν φτηνό θα μας φανεί ανυπόφορα ακριβό. Η αγορά δεν αναγνωρίζει το «εξωτερικό» κόστος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και ότι δεν το πληρώνουμε. Συμπέρασμα: η αγορά έχει τη δική της λογική, αλλά στο πλαίσιο των κανόνων που εμείς διαμορφώνουμε. Μάθαμε να δίνουμε απόλυτη προτεραιότητα στο κεφάλαιο (κίνητρα, κέρδος, απόσβεση κ.λπ.) και δευτερευόντως στην εργασία (κατώτερες αμοιβές, επιδότηση ανεργίας, ασφάλιση, σύνταξη κ.λπ.). Συνηθίσαμε όμως να θεωρούμε ότι οι (σπάνιοι) φυσικοί πόροι παρέχονται εξ ορισμού δωρεάν και ότι το κόστος τους περιορίζεται στο αγοραίο κόστος (εξόρυξης, επεξεργασίας, μεταφοράς και χρήσης). Δεν είναι προφανές ότι αυτό το σύστημα κανόνων δεν αντέχει πια; Πληθαίνουν όσοι υποστηρίζουν μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση των δημόσιων πολιτικών και ειδικότερα του φορολογικού συστήματος. Με κύριο στόχο να επιβαρυνθεί η χρήση των μη ανανεώσιμων ενεργειακών (και όχι μόνο) πόρων, ενσωματώνοντας στην αγοραία τιμή το πραγματικό τους κόστος. Και με αυτονόητο αντιστάθμισμα τη μείωση των επιβαρύνσεων της εργασίας, απελευθερώνοντας το αυτονόητο κοινωνικό της όφελος (ιδιαίτερα σε περίοδο παρατεταμένης ανεργίας). Εξοικονόμηση και υποκατάσταση των σπάνιων φυσικών πόρων χρειαζόμαστε και όχι της εργασίας, αν θέλουμε να προετοιμάσουμε και να προσανατολίσουμε την παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα της χώρας προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης. Δεν λείπει η διεθνής εμπειρία και οι όποιες τεχνικές δυσκολίες είναι απλώς τεχνικές. Η κατεύθυνση όμως είναι θέμα αρχής. * Οικονομολόγος, καθηγητής ΕΜΠ. (Από την Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 30/06/2007)