Του Μιλτιάδη Εβερτ Πολλά είναι τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας. Απ’ όλα όμως τα προβλήματα δύο είναι τα κυριότερα. Η φτώχεια και η ανεργία. Το 21% του ελληνικού λαού ζει κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, ενώ το 10,5% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Σε αυτούς τους δύο τομείς η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία και προτελευταία θέση αντίστοιχα ανάμεσα στους 15 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταχύρυθμη ανάπτυξη Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα αυτά χρειάζεται ταχύρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα πρέπει να αυξάνει με ρυθμό τουλάχιστον 4% ετησίως, έτσι ώστε σε δεκαπέντε χρόνια η Ελλάδα να προσεγγίσει το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της Ευρώπης των «15», υπό την προϋπόθεση ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι 2% ετησίως. Υπενθυμίζω ότι για να μειωθεί η ανεργία, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ πρέπει να ξεπερνά το 3,5% ετησίως. Επειδή ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ήταν χαμηλότερος του 3,5%, η ανεργία αυξήθηκε σταδιακά για να φτάσει στα σημερινά επίπεδα. Επισημαίνω, επίσης, ότι δεν επιτεύχθηκε ισόρροπη, γεωγραφικά, ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει τις πλέον φτωχές περιοχές στην Ευρώπη. Και όλα αυτά συνέβησαν παρά το γεγονός ότι υπήρξε αθρόα εισροή κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν για αναπτυξιακούς σκοπούς. Για να δημιουργηθούν συνθήκες αυτοδύναμης- αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να αναπτυχθεί το παραγωγικό δυναμικό στη χώρα μας. Για τον σκοπό αυτόν οι επενδύσεις θα πρέπει να ξεπεράσουν το 30% του ΑΕΠ, από 24% που είναι τώρα, αυξανόμενες κάθε χρόνο με ρυθμό 12%. Οι δημόσιες επενδύσεις Δυστυχώς οι προοπτικές, όπως διαγράφονται, δεν είναι ευοίωνες για να επιτευχθεί αυτός ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων. Οι δημόσιες επενδύσεις διοχετεύονται κατά βάση στην εκτέλεση των αναγκαίων έργων για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και κυρίως στην εκτέλεση των έργων του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Τα ολυμπιακά όμως έργα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί το 2004, ενώ το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης ολοκληρώνεται το 2006. Από κει και πέρα ακόμη και εάν υπάρξει νέο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, αυτό θα διανέμεται και στις νέες χώρες-μέλη της Ε.Ε. Συνεπώς τα ποσά που θα εισπράττει η Ελλάδα θα είναι περιορισμένα. Τίθεται θέμα από πού θα αναζητηθούν επιπλέον πόροι για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις. Από τώρα είναι ανάγκη να δημιουργηθεί θεσμικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την αυτοχρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων με τη συνεργασία των τραπεζών με τεχνικές εταιρείες που θα αναλάβουν την κατασκευή των έργων. Τα δημόσια έργα θα πρέπει πλέον να ασφαλίζονται για την καλή ποιότητά τους, έτσι ώστε να αποφεύγονται οι συνεχείς κακοτεχνίες που παρουσιάζονται. Η σύγκρουση συμφερόντων ασφαλιστικής και κατασκευαστικής εταιρείας θα βοηθήσει στη βελτίωση της ποιότητας των έργων. Και πριν απ’ όλα θα πρέπει να χτυπηθεί και να διαλυθεί το αμαρτωλό τρίγωνο γραφειοκρατίας, διαπλοκής, διαφθοράς στον δημόσιο τομέα. Οι ιδιωτικές επενδύσεις Όσον αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις ήδη έχει δημιουργηθεί πρόβλημα μετά τις προεκλογικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο Χρηματιστήριο, οπότε χάθηκε η εμπιστοσύνη του επενδυτικού κοινού. Χάθηκε μία μοναδική ευκαιρία για την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς στη χώρα μας. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες επενδυτές έχασαν μεγάλο ποσοστό των αποταμιεύσεών τους και κατέφυγαν στον δανεισμό για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία τα μετοχοδάνεια φτάνουν τα 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπάρχει πλέον αδυναμία εξεύρεσης ιδίων κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις, οι οποίες άρχισαν να προστρέχουν και πάλι στον δανεισμό. Η οικονομία της χώρας κινδυνεύει να επιστρέψει στη δεκαετία του ’80, όταν ο βαθμός δανειοδότησης των επιχειρήσεων έφτανε σε πολλές περιπτώσεις στο 90% των κεφαλαίων και πολλές επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε προβληματικές. Ηδη ορισμένες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα και είναι αβέβαιη η επιβίωσή τους. Γίνεται φανερό ότι από μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να δημιουργηθούν αρνητικές παρενέργειες, όπου μια επιχείρηση μπορεί να συμπαρασύρει και άλλες σε μια κακή οικονομική πορεία. Οικονομία και ευρώ Εξάλλου έχουν αρχίσει να εμφανίζονται έντονα οι επιπτώσεις στην οικονομία από την εισαγωγή του ευρώ, ιδιαίτερα στις εξαγωγές και στον τουρισμό. Η μείωση των εξαγωγών και του τουρισμού φανερώνει την πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που υπολείπεται από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 9,5% απόσταση που δυστυχώς διευρύνεται όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο παρελθόν με τη διολίσθηση-υποτίμηση της δραχμής επιτυγχάνετο, έστω και προσωρινά, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Από την ώρα όμως που η δραχμή υποκαταστάθηκε από το ευρώ, τέτοιες δυνατότητες δεν υπάρχουν και η μόνη λύση είναι η συνεχής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Η παραπάνω παρατήρηση σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει κριτική για την εισαγωγή του ευρώ στη χώρας μας. Αντίθετα, το ευρώ έχει πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα για την ελληνική οικονομία απ’ ό,τι μειονεκτήματα. Απλώς επισημαίνεται η πραγματικότητα και η αναγκαιότητα της λήψης μέτρων, διοικητικών και νομοθετικών, σε όλα τα επίπεδα, για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών και των προϊόντων, τόσο στο επίπεδο των υποδομών όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Βοήθεια στις επιχειρήσεις Οι ελληνικές επιχειρήσεις, όπως είναι γνωστό, είναι μικρού μεγέθους με βάση τα διεθνή πρότυπα. Και ναι μεν η μικρή επιχείρηση χαρακτηρίζεται κατά βάση από ευελιξία και εύκολη προσαρμογή στην εκάστοτε οικονομική συγκυρία, αλλά από την άλλη πλευρά είναι δεδομένα τα μειονεκτήματά της στους τομείς της προμήθειας των πρώτων υλών, της παραγωγής, της διάθεσης των προϊόντων. Για τους λόγους αυτούς πρέπει να δημιουργηθεί κατάλληλο νομοθετικό και διοικητικό πλαίσιο που θα υποβοηθεί τις επιχειρήσεις για την ενοποίησή τους σε διάφορες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας χωρίς αυτές να χάνουν τη νομική τους προσωπικότητα. Υπάρχουν παραδείγματα άλλων χωρών που σημείωσαν άλματα στην οικονομική τους ανάπτυξη στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και οι οποίες στο παρελθόν υπολείποντο κατά πολύ της Ελλάδας. Μια απλή μελέτη των συνθηκών που επικρατούν στις χώρες αυτές στον εργασιακό τομέα, το φορολογικό και διοικητικό, ιδιαίτερα για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, θα πρέπει να οδηγήσει στη λήψη μέτρων που μπορούν να αλλάξουν άρδην το κλίμα. Είναι απαράδεκτο ο επενδυτής να τρέχει από υπουργείο σε υπουργείο και από υπηρεσία σε υπηρεσία για να πάρει άδεια λειτουργίας της επιχείρησής του. Να χρειάζονται πέντε και δέκα υπογραφές για ένα έγγραφο χωρίς κανείς στο τέλος να είναι υπεύθυνος. Και για κάθε υπογραφή ο επενδυτής να είναι υποχρεωμένος να βάλει το χέρι στην τσέπη. Η στρατηγική που πρόκειται να ακολουθήσει η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει από την ενίσχυση κυρίως εκείνων των τομέων της οικονομίας στους οποίους παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και οι νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στα Βαλκάνια αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επιλογή των τομέων της οικονομίας που παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, ο τομέας του τουρισμού. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα κάθε χρόνο έρχονται περίπου 10.000.000 τουρίστες. Ο αριθμός αυτός θα μπορούσε σε μία πενταετία να υπερδιπλασιαστεί, φτάνει βεβαίως να εξασφαλιστούν οι κατάλληλες υποδομές και το ξενοδοχειακό δυναμικό για να απορροφηθεί αυτή η αύξηση. Η ανάπτυξη του τουρισμού βοηθάει στην αύξηση της απασχόλησης σε ευαίσθητες περιοχές της Ελλάδα και δημιουργεί συνθήκες αναδιανομής του εισοδήματος από το κέντρο προς την περιφέρεια. Πέραν τούτων, η σημαντική αύξηση του αριθμού των τουριστών που φθάνουν στη χώρα μας υποβοηθεί και άλλους βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι ο πρωτογενής τομέας, άλλα και τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, που χαρακτηρίζονται από υψηλή προστιθέμενη αξία. Στον τομέα των υπηρεσιών η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει διεθνές τραπεζικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή, όπως επίσης εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο. Εκπαίδευση, έρευνα, τεχνολογία Είναι ανάγκη να επισπευσθούν οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με την αύξηση των επενδύσεων στους τομείς τα εκπαίδευσης, της έρευνας και της τεχνολογίας, τομείς στους οποίους η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από τη βελτίωση των τομέων αυτών εξαρτάται η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ώστε να καταστεί ανταγωνιστική. Η απασχόληση εξάλλου μπορεί να αυξηθεί με την αγορά εργασίας. Και τέλος πρέπει χωρίς καθυστερήσεις να αναθεωρηθεί το φορολογικό σύστημα με συγκεκριμένα μέτρα, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των επιχειρήσεων και να ενισχυθεί η κεφαλαιαγορά. (Από την Εφημερίδα Καθημερινή 26/01/03)

Διαβάστε ακόμα