Του Γιώργου Καπόπουλου
Ο ρεαλισμός θα είχε ήδη προ πολλού επιβάλει έναν εποικοδομητικό διάλογο ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, με αποτέλεσμα τον προσδιορισμό ενός διευρυμένου κοινού παρονομαστή ζωτικών συμφερόντων: Από την απειλή διασποράς πυρηνικών όπλων, μέχρι την εξισορρόπηση της ισχύος της Κίνας μέχρι τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Μια ματιά στον παγκόσμιο χάρτη είναι αρκετή για να πείσει όχι μόνο για τις κοινές απειλές για ΗΠΑ-Ρωσία, αλλά ακόμη περισσότερο για το ότι όλοι οι περιγραφόμενοι ως κίνδυνοι για την ασφάλεια της μόνης υπερδύναμης βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Σήμερα οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο ναδίρ της μεταψυχροπολεμικής τους περιόδου. Η σημερινή συνάντηση Μπους-Πούτιν γίνεται στη σκιά μιας αμοιβαίας καχυποψίας: Η Ουάσιγκτον βλέπει τη Μόσχα με μοχλό τον ενεργειακό της πλούτο, να προσπαθεί όχι μόνο να επανακτήσει πλήρη έλεγχο στην πρώην ΕΣΣΔ αλλά να θέσει σε γεωοικονομική και γεωπολιτική ομηρεία το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου. Επιπλέον σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ, μετά το φιάσκο στο Ιράκ, προσπαθούν να προσεγγίσουν μια σειρά από κρίσεις μέσω του ΟΗΕ βλέπουν τη Ρωσία ως παράγοντα βραχυκύκλωσης κάθε ουσιαστικής παρέμβασης και ενέργειας του διεθνούς οργανισμού. Η Μόσχα, με τη σειρά της, βλέπει τις ΗΠΑ να έχουν υιοθετήσει μια στρατηγική αποδυνάμωσής της: Αποξένωσής της όχι μόνο από την προώθηση του ενεργειακού πλούτου του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας στις διεθνείς αγορές αλλά και από κάθε είδους προνομιακή επιρροή και συνεργασία με τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Επιπλέον με αφορμή την εγκατάσταση στοιχείων της Αντιπυραυλικής Ασπίδας των ΗΠΑ στην Πολωνία και την Τσεχία βλέπει την Ουάσιγκτον έτοιμη να αμφισβητήσει το μοναδικό πεδίο ισοτιμίας ΗΠΑ-Ρωσίας την πυρηνική αποτρεπτική ισορροπία του τρόμου. Η παραπάνω αμοιβαία καχυποψία έχει δυσανάλογο κόστος σε σχέση με τις πραγματικές επιδιώξεις των δύο χωρών: Ουτε η Μόσχα έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της Ουάσιγκτον, ούτε οι ΗΠΑ έχουν ως προτεραιότητα την απομόνωση και την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Η Ρωσία του Πούτιν, εκτός από τη σκληρή ρητορική των τελευταίων μηνών, έχει επανειλημμένα δείξει διάθεση συνδιαλλαγής και συμβιβασμού με τη μόνη υπερδύναμη: Αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία στις αρχές του 2000, ο Πούτιν απεδέχθη την ντε φάκτο κατάργηση της συνθήκης ΑΒΜ που τυπικά εμπόδιζε τις ΗΠΑ να προχωρήσουν το πρόγραμμα της Αντιπυραυλικής Ασπίδας Την επαύριον της 11.9.01 ο Ρώσος ηγέτης έδωσε το πράσινο φως για την εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε χώρες της Κεντρικής Ασίας, με στόχο την προετοιμασία της επέμβασης στο Αφγανιστάν. Στην πρόσφατη Σύνοδο των «8», η πρόταση Πούτιν για την κοινή διαχείριση του ρωσικού ραντάρ στο Αζερμπαϊτζάν δείχνει πρόθεση συμβιβασμού και όχι εναντίωσης στο σχέδιο της Αντιπυραυλικής Ασπίδας. Στο πιο λεπτό σημείο των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, στις σχέσεις με την Ευρώπη, η αντιπαράθεση δεν είναι δεδομένη: Σήμερα δεν υπάρχει ούτε στρατιωτική απειλή της Ρωσίας προς δυσμάς, ούτε πρόθεση και δυνατότητα του διευρυμένου ΝΑΤΟ να δημιουργήσει προβλήματα ασφαλείας στη Μόσχα. Η ενεργειακή αλληλεξάρτηση Ρωσίας-Ε.Ε. αμφισβητείται χωρίς λόγο από τις ΗΠΑ καθώς δεν υπάρχει για το ορατό μέλλον σοβαρή προοπτική διαφοροποίησης των προμηθειών της Γηραιάς Ηπείρου στον ενεργειακό τομέα. Με δύο λόγια, η σημερινή πραγματικότητα χωράει και την ενοποίηση της Δυτικής με την Ανατολική Ευρώπη υπό το κοινό στέγαστρο Ε.Ε.- ΝΑΤΟ αλλά και την προνομιακή ενεργειακή συνεργασία Ευρώπης-Ρωσίας με τις δύο αυτές πτυχές να λειτουργούν εξισορροπητικά και όχι ανταγωνιστικά. Στη σημερινή αλλά και τις επερχόμενες για τον επόμενο ενάμιση χρόνο -μέχρι να λήξει η θητεία Μπους- Συναντήσεις Κορυφής ΗΠΑ-Ρωσίας, δεν πρέπει να προσδοκάται εντυπωσιακή στροφή. Μόνο και μόνο η αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης, θα έδινε την ευκαιρία στους διαδόχους των δύο σημερινών ηγετών να αναζητήσουν ένα συνολικό συμβιβασμό. (Από την Εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ 4/07/2007)