Tου Σταύρου Λυγερού
Σε στάσιμα νερά έχουν μετατραπεί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η προεκλογική περίοδος σε Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο δεν αφήνει περιθώρια για ουσιαστικές διπλωματικές πρωτοβουλίες. Αυτές παραπέμπονται για το 2008 και στα ακραιφνώς διμερή προβλήματα και στο Κυπριακό. Μέχρι τότε, όλα δείχνουν ότι θα κινούνται με βήμα σημειωτόν. Η συνάντηση Καραμανλή - Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΟΣΕΠ πριν από 10 περίπου ημέρες είχε καθαρό προεκλογικό χαρακτήρα. Ήταν ένα δώρο στον κουμπάρο και επιβεβαίωσε την προτίμηση της Αθήνας στη νεοϊσλαμιστική κυβέρνηση. Η στάση της «γαλάζιας» κυβέρνησης δεν οφείλεται σε λόγους ιδεολογικής συγγένειας με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Όλη σχεδόν η ελληνική πολιτική ελίτ προτιμάει στο τιμόνι της γειτονικής μας χώρας να βρίσκεται ο Ταγίπ Ερντογάν παρά οι εκπρόσωποι του μετακεμαλικού κατεστημένου. Θεωρεί ότι οι νεοϊσλαμιστές είναι πιο μετριοπαθείς και διατεθειμένοι να προσεγγίσουν πιο εποικοδομητικά τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι αβάσιμη, αλλά υπάρχει μία τάση υπερβολής. Πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχουν έμπρακτα δείγματα γραφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση Ερντογάν ήταν υποχρεωμένη να κινείται σ’ αυτά τα θέματα με την έγκριση του Γενικού Επιτελείου και του κεμαλικής αντίληψης διπλωματικού κατεστημένου. Δεν είναι, όμως, μόνον αυτό. Οι νεοϊσλαμιστές είναι σε μεγάλο βαθμό εθνικιστές και συμμερίζονται τις επεκτατικές επιδιώξεις της στρατογραφειοκρατίας. Για την ακρίβεια, στον τομέα αυτό έχει επέλθει μία πολύ ενδιαφέρουσα όσμωση, την οποία παραβλέπουν στην Αθήνα. Ο Κώστας Καραμανλής είχε αρχικά ελπίσει πως από την προσωπική σχέση του με τον Ταγίπ Ερντογάν θα είχε διαμορφωθεί ένα περισσότερο εποικοδομητικό κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Οι ελπίδες αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα συνεχίζει να στηρίζει τη νεοϊσλαμιστική κυβέρνηση. Γι’ αυτό και στην Κωνσταντινούπολη ο πρωθυπουργός απέφυγε να πει δημοσίως οτιδήποτε θα μπορούσε να προσφέρει επιχειρήματα στους αντιπάλους του Τούρκου ομολόγου του και κατ’ αυτόν τον τρόπο να τον δυσκολέψει. Θύμα αυτής της διακριτικότητας έπεσε το Πατριαρχείο. Αυτός είναι ο λόγος, που η δραματική έκκληση του κ. Βαρθολομαίου δεν βρήκε ανταπόκριση. Ακόμα και ο πολύ προσεκτικός προκαθήμενος της Ορθοδοξίας έχει απαυδήσει με τα εμπόδια που θέτει το τουρκικό κράτος. Εμπόδια, που έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις συμβατικές υποχρεώσεις, που η Άγκυρα έχει αναλάβει έναντι της Ε.Ε. για το θέμα αυτό. Αυτό ισχύει γενικότερα για τα ελληνοτουρκικά. Παρότι η Τουρκία συνεχίζει να έχει ζωτική ανάγκη το ελληνικό και κυπριακό «ναι» για να προχωρήσουν οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις, δεν έχει αλλάξει γραμμή πλεύσης. Διατηρεί αναλλοίωτες τις επεκτατικές διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και κάθε τόσο προκαλεί εντάσεις, ορισμένες εκ των οποίων, μάλιστα, εξελίσσονται σε μίνι κρίσεις. Ως απάντηση, η Αθήνα ασκεί διπλωματία κατευνασμού. Επί της ουσίας, έχει εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στην προσδοκία ότι στο πλαίσιο της ενταξιακής προοπτικής της, η Άγκυρα θα προσαρμόσει την πολιτική της συμπεριφορά στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ελπίδες, που επίσης δεν έχουν επιβεβαιωθεί. (Καθημερινή, 3/7/07)