Του Γιώργου Καπόπουλου
Από τις 27 Απριλίου μέχρι σήμερα το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ δεν παύει να διογκώνεται στις δημοσκοπήσεις. Μόνο σημείο απόκλισης η έκταση της ενίσχυσης του κόμματος του Ερντογάν. Η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών στην Τουρκία εκτιμά ότι η ενίσχυση του Ερντογάν αντικατοπτρίζει την αντίδραση της κοινής γνώμης στο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τελεσίγραφο της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που επιβάλλει πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής να είναι παρόντες ώστε να αρχίσει η διαδικασία εκλογής προέδρου. Τα δύο κόμματα της Κεντροδεξιάς -το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του Οζάλ και το κόμμα του Ορθού Δρόμου του Ντεμιρέλ- που μάλλον σύρθηκαν σε αποχή από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας για εκλογή προέδρου καταποντίζονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, καθώς η εκλογική τους βάση θεωρεί ότι λειτούργησαν ως δεκανίκια του κεμαλικού κατεστημένου και του πολιτικού του παρακολουθήματος, του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Μπαϊκάλ. Με μόνο ουσιαστικό ερώτημα αν η λαϊκή αποδοκιμασία θα πλήξει και το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ του Μπαϊκάλ στερώντας του το ποσοστό 10% που είναι αναγκαίο για την είσοδο του στη Βουλή, είναι πλέον σαφές ότι η σκληρή αντιπαράθεση με το κεμαλικό κατεστημένο πριμοδότησε τον Ερντογάν και το ΑΚΡ. Υπό το φως των παραπάνω η πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ανοίγει τον δρόμο για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος τον Οκτώβριο για την υιοθέτηση εκλογής προέδρου με καθολική ψηφοφορία καθιστά τον Ερντογάν κυρίαρχο του παιχνιδιού: · Αν διαθέτει την πλειοψηφία των δύο τρίτων στη νέα Βουλή -367 βουλευτές- θα εκλέξει τον πρόεδρο της αρεσκείας του και μετά το Δημοψήφισμα θα κρίνει αν με την παραίτησή του θα προκαλέσει την πρώτη απευθείας προεδρική εκλογή ή αν θα περιμένει την εξάντληση της επταετούς θητείας του. · Αν δεν διαθέτει τα δύο τρίτα, μπορεί να επιμείνει στον δικό του υποψήφιο και να προκαλέσει διάλυση της Βουλής με τις νέες πρόωρες εκλογές να συμπίπτουν με το Δημοψήφισμα. · Μια άλλη επιλογή είναι αντί της εκλογής προέδρου να επιχειρήσει να προωθήσει νέα συνταγματική μεταρρύθμιση -αυτήν που ήδη απέρριψε ο πρόεδρος Σεζέρ- ώστε το δημοψήφισμα να διεξαχθεί σε 45 μέρες αντί των 120 που σήμερα προβλέπεται. Στην περίπτωση αυτή η απευθείας εκλογή προέδρου θα προηγηθεί. Με δύο λόγια η πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου δίνει στον Ερντογάν τη δυνατότητα να επιμείνει στην προσπάθεια να εκλέξει πρόεδρο χωρίς αυτό να σημαίνει διαρκή κρίση. Ετσι αποδραματοποιείται η είσοδος ή όχι του εθνικιστικού ΜΗΡ στη Βουλή ως τρίτου κόμματος που θα στερήσει από το ΑΚΡ την πλειοψηφία των δύο τρίτων. Πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου για διεξαγωγή Δημοψηφίσματος υπήρχε ένα σκηνικό που πίεζε τον Ερντογάν να υποχωρήσει στη διαμάχη για την εκλογή προέδρου. Σήμερα, αν οι αντίπαλοι του Ερντογάν επιμείνουν να συνεχίσουν την αντιπαράθεση, θα χρεωθούν την ευθύνη για την παράταση της κρίσης, θα ταυτισθούν με τα εξωθεσμικά παράκεντρα εξουσίας και θα ενισχύσουν με αυτό τον τρόπο ακόμη περισσότερο τα ποσοστά του Πολιτικού Ισλάμ σε όλες τις αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν: Νέες πρόωρες εκλογές, Δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, προεδρικές εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Παρά τις περί του αντιθέτου πρώτες εντυπώσεις, το κεμαλικό κατεστημένο, το βαθύ κράτος δίνουν μια μάχη οπισθοφυλακής σε κατάσταση νευρικής κρίσης: Για την κοινή γνώμη προέχει ο εκδημοκρατισμός και όχι η κινδυνολογία για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και για την ακεραιότητα της χώρας από την κουρδική ανταρσία. Επί πλέον είναι σαφές ότι Ε.Ε. και ΗΠΑ θέλουν τον Ερντογάν ως συνομιλητή. Χωρίς λαϊκό έρεισμα και χωρίς διεθνή στήριξη το κεμαλικό κατεστημένο βαδίζει προς μια στρατηγική ήττα. Θα τη διαχειρισθεί ψύχραιμα και θα περιορίσει τις εξελίξεις σε μεταπολίτευση ή θα εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα προκαλώντας καθεστωτική ανατροπή; (Ημερησία, 9/7/07)