Του Γιώργου Καπόπουλου
Ένα, ένα τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εντός και εκτός Κογκρέσου ζητούν την έναρξη της απεμπλοκής από το Ιράκ, το θέμα είναι υπό συζήτηση μέσα στον ίδιο το Λευκό Οίκο, ενώ την αποχώρηση ζήτησαν χωρίς περιστροφές οι New York Times στο προχθεσινό κύριο άρθρό τους. Το πρόβλημα έχει δύο διαστάσεις μια πολιτική και μια επικοινωνιακή: Η Ουάσιγκτον δεν έχει κάνει ακόμη αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση εμπλοκής των γειτόνων του Ιράκ - Τουρκία, Ιράν, Συρία- στη σταθεροποίηση της χώρας, ούτε και έχει κινηθεί για να διασφαλίσει τη στήριξη της Μόσχας και του Πεκίνου. Αυτό που φοβούνται προφανώς οι ΗΠΑ είναι ότι τόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις όσο και οι γείτονες του Ιράκ θα ζητήσουν απαγορευτικού πολιτικού κόστους αντίτιμο οι επιπτώσεις του οποίου θα είναι ίδιες αν όχι χειρότερες με την παράταση της σημερινής εμπλοκής. Η επικοινωνιακή δεν θέλει ιδιαίτερες εξηγήσεις: πως μπορεί μια ελεγχόμενη, αλλά ουσιαστική μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Ιράκ να μην εκληφθεί ως άτακτη υποχώρηση με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει στη χώρα και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Με άλλα λόγια η παράταση της αμερικανικής εμπλοκής στο Ιράκ έχει οδηγήσει σε μια επιλογή ανάμεσα σε δύο δυσμενέστατα σενάρια: Είτε της παράτασης της σημερινής αδιέξοδης κατάστασης, η οποία συνεχώς επιδεινώνεται με βέβαια πλέον τη συντριπτική ήττα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2008, είτε την έναρξη της αποχώρησης με καταστροφικές επιπτώσεις στο ηγεμονικό κύρος των ΗΠΑ τόσο στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή όσο και στους διεθνείς συσχετισμούς συνολικά. Η εξαγγελία της μείωσης των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει - σχέση συγκοινωνούντων δοχείων- την ήδη δυσμενέστατη για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους συγκυρία στο Αφγανιστάν. Και εκεί όπως και στο Ιράκ η κατάσταση είναι αδιέξοδη καθώς δεν υπάρχει ούτε επιχειρησιακή, ούτε πολιτική στρατηγική με ορατό ορίζοντα τη σταθεροποίηση της χώρας. Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από ότι την εποχή της επίσης αδιέξοδης εμπλοκής στο Βιετνάμ. Τότε όπως απεδείχθη εκ των υστέρων δεν επηρεάστηκαν ούτε οι συνολικοί συσχετισμοί ΗΠΑ-ΕΣΣΔ αλλά ούτε καν οι περιφερειακοί συσχετισμοί στην περιοχή Ασίας Ειρηνικού. Σήμερα οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία, την Κίνα, τη Συρία το Ιράν αλλά και την μέχρι πρότινος προνομιακή σύμμαχο Τουρκία χαρακτηρίζονται από μια πρωτοφανή ρευστότητα όπου συνυπάρχουν η δυναμική της σύγκρουσης με αυτήν της ρεαλιστικής συνεργασίας. Με αυτά τα δεδομένα η συνεργασία των παραπάνω χωρών στη σταθεροποίηση του Ιράκ προϋποθέτει το κλείσιμο μιάς σειράς από διμερείς εκκρεμότητες με τις ΗΠΑ: Την Αντιπυραυλική Ασπίδα για τη Μόσχα, το Πυρηνικό Πρόγραμμα του Ιράν για την Τεχεράνη, τη διαχείριση του Κουρδικού στο Βόρειο Ιράκ για την Άγκυρα, και τον τερματισμό της πίεσης- απομόνωσης του Μπααθικού Καθεστώτος για τη Δαμασκό. Χωρίς τη συμπεφωνημένη εκ των προτέρων συνεργασία για τη σταθεροποίηση του Ιράκ δεν μπορεί να γίνεται στα σοβαρά λόγος για την παραμονή στη χώρα κάποιων αμερικανικών δυνάμεων σε στρατόπεδα ή βάσεις με εξαίρεση ίσως την επικράτεια της Αυτόνομης Κουρδικής Οντότητας στο Βόρειο Ιράκ. Όσο καθυστερεί η έναρξη της δραστικής μείωσης των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ τόσο πολλαπλασιάζονται στρατηγικής σημασίας κίνδυνοι για τον ένοικο του Λευκού Οίκου: Στο εσωτερικό οι Ρεπουμπλικάνοι οδηγούνται σε στρατηγική ήττα ανάλογη με αυτήν που υπέστησαν οι Δημοκρατικοί από τον Ρέιγκαν το 1980 ενώ η κατάσταση πραγμάτων επί τόπου επιδεινώνεται καθημερινά με την πλήρη και άτακτη υποχώρηση να προβάλει στο βάθος του ορίζοντα σαν μια μη αντιστρέψιμη δυναμική. Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την πτώση της Βαγδάτης οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μπροστά τους διαφορετικές εκδοχές διαχείρισης μιάς βαριάς στρατιωτικής και πολιτικής ήττας. Όταν αρχίσει η αποχώρηση από το Ιράκ θα πρόκειται για την ομολογία αποτυχίας της φιλοδοξίας της Νεοσυντηρητικών να αλλάξουν τον Χάρτη της Μέσης Ανατολής. (Ημερησία, 10/7/07)