Στη δημόσια διαβούλευση, η οποία λήγει σήμερα -εκτός εάν το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) αποφασίσει να δώσει παράταση, όπως έχει ζητηθεί από περιβαλλοντικές οργανώσεις- συγκεντρώθηκαν συνολικά 780 σχόλια.
Το ενδιαφέρον μπορεί να μην κατάφερε να προσεγγίσει εκείνο των ρυθμίσεων του νόμου 4495/2017 (αφορούσε στην αυθαίρετη δόμηση και γενικότερα στον έλεγχο του δομημένου περιβάλλοντος), για τις οποίες τα σχόλια είχαν φτάσει τα 2.273, ωστόσο ήταν σημαντικό, με πολλές παρατηρήσεις να επισημαίνουν την ανάγκη εφαρμογής ενός Εθνικού Σχεδίου που δεν θα μείνει στα χαρτιά αλλά θα οδηγήσει σε δραστικές μειώσεις των επικίνδυνων για το κλίμα εκπομπών ρύπων στο ενεργειακό σύστημα της χώρας έως και το 2050.
Πέρα από τις ενστάσεις του επικεφαλής της ΔΕΗ κ. Μανόλη Παναγιωτάκη και ιδιωτών προμηθευτών, οι οποίες εκφράστηκαν από το βήμα του πρόσφατου 23ου συνεδρίου «Ενέργεια και Ανάπτυξη» του ΙΕΝΕ για την περιορισμένη συμμετοχή του λιγνίτη και του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας τα επόμενα χρόνια, τη σκυτάλη πήρε ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ κ. Γιώργος Αδαμίδης, ο οποίος σε σχόλιό του στο opengov επισημαίνει ότι η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τα εγχώρια καύσιμα έναντι των εισαγομένων , όπως το φυσικό αέριο, «τα οποία προκαλούν «συναλλαγματική αιμορραγία» ενώ ταυτόχρονα θέτουν σε κίνδυνο την ενεργειακή επάρκεια και την ασφάλεια εφοδιασμού».
Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο εκπρόσωπος των εργαζομένων της ΔΕΗ, για να μπορεί κανείς να σχεδιάσει με σύνεση την επόμενη μέρα της ενέργειας «δεν μπορεί να κινείται από τη δαιμονοποίηση του λιγνίτη στη θεοποίηση του φυσικού αερίου». Όπως σημειώνει, στο Εθνικό Σχέδιο υπάρχει μια σαφής ενίσχυση του φυσικού αερίου στο μίγμα καυσίμου αλλά, σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτή η μεταβολή δεν είναι αθώα, αφενός γιατί το φυσικό αέριο κοστίζει και αφετέρου γιατί ρυπαίνει».
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Αδαμίδης, υποστηρίζει τα συμφέροντα της ΔΕΗ και των ιδιωτών που αναμένεται να αγοράσουν τις λιγνιτικές μονάδες που πωλούνται από την επιχείρηση, αναφέροντας ότι «στη διαδρομή μέχρι την πλήρη ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), είναι σκόπιμο να εξαντληθούν τα ανοιχτά κοιτάσματα λιγνίτη στη χώρα μας για προφανείς οικονομικούς λόγους». Προτείνει μάλιστα, στο ποσοστό των ΑΠΕ να συμμετάσχουν και τα υδροηλεκτρικά των 3.400 της ΔΕΗ, τα οποία είναι «η πλέον προσιτή ,καθαρή και φθηνή μορφή ΑΠΕ».
Αστεροσκοπείο; πρέπει να υιοθετηθεί διαφορετική προσέγγιση για το ΕΣΕΚ
Πάντως, η ομάδα του Ενεργειακού Σχεδιασμού και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Δρ. Ελενα Γεωργοπούλου, Δρ. Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, Δρ. Γιάννης Σαραφίδης, Καθ. Δημήτρης Λάλας), με ένα εκτενέστατο κείμενο 4.000 λέξεων επί της διαβούλευσης (ίσως το πιο εμπεριστατωμένο επί της διαβούλευσης) θέτει, μεταξύ άλλων, τις εξής γενικές παρατηρήσεις:
- Οταν ο χρόνος ζωής ενός συμβατικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να φτάσει και να υπερβεί τα 40 έτη (2020-2060) και αυτός των ΑΠΕ τα 25 έτη (2020-2045) δεν είναι δυνατόν να υιοθετείται ορίζοντας σχεδιασμού η 10ετια (2020-2030). Το αντίστοιχο ισχύει και για άλλα βασικά έργα υποδομής του ενεργειακού τομέα (δίκτυα, τερματικά και αποθήκες). Ο χρονικός ορίζοντας θα πρέπει να επεκταθεί τουλάχιστον έως το 2050.
- Η ποσοτική πληροφορία που περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ που δημοσιεύτηκε για διαβούλευση είναι περιορισμένη και έχει σημαντικές ελλείψεις.
- Πρέπει να οριστεί εξ αρχής ένας μηχανισμός ελέγχου της προόδου των μέτρων και των συνεπαγόμενων μειώσεων εκπομπών. Ο ελεγκτικός μηχανισμός προϋποθέτει ένα στοιχειώδες χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των μέτρων, που επίσης δεν περιλαμβάνεται στο ΕΣΕΚ. Ταυτοχρόνως, και σε αντίθεση με το (πρώτο) εθνικό σχέδιο μείωσης των εκπομπών του 2003 (ΠΥΣ 6 της 27-2-2003), δεν υπάρχει αντιστοίχιση αρμοδιοτήτων των διαφόρων υπουργείων με τα μέτρα που αναφέρονται για την επίτευξη των στόχων.
- Στο κείμενο του ΕΣΕΚ δεν συμπεριλαμβάνονται οικονομικά στοιχεία για το κόστος των τεχνολογιών που έχουν ληφθεί υπόψη στα σενάρια, ούτε για την εξέλιξη των επενδύσεων τόσο όσον αφορά στην χρονική εξέλιξή τους όσο και στην κατανομή τους ώστε να ελεγχθεί η εκτίμηση των επενδύσεων και η βιωσιμότητα του σχεδιασμού.
Επίσης, δεν διευκρινίζεται πώς θα επιβιώσουν οικονομικά συμβατικές μονάδες όταν ο βαθμός αξιοποίησής τους είναι πολύ μικρός (20% για αυτές του φυσικού αερίου την περίοδο 2025-2030, και 33% για τις λιγνιτικές την περίοδο 2020-2025), κάτι που συνεπάγεται και μεγαλύτερο κόστος λειτουργίας και συντήρησης. Επιπροσθέτως, δεν υπάρχουν στοιχεία για την εξέλιξη των τιμών ενέργειας/ηλεκτρισμού στους καταναλωτές αλλά και για τις επιπτώσεις στην εθνική οικονομία από την ανάγκη εξεύρεσης κεφαλαίων για την κατασκευή των νέων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΠΕ και συμβατικοί), την επέκταση και ενίσχυση των δικτύων, την εισαγωγή φυσικού αερίου, την αξιοποίηση των εσόδων από την δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών κ.α.
- Το 2017 οι λιγνιτικοί σταθμοί της χώρας εξέπεμψαν 22.6 εκατ. τόνους CO2, ήτοι σχεδόν το 25% των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων της χώρας. Οι σταθμοί είναι ήδη αντι-οικονομικοί βάσει των πρόσφατων τιμών δικαιωμάτων εκπομπών στο πλαίσιο του EU-ETS, με τις τιμές να αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά (από τα 20 ευρώ/τόνο CO2 στα 88 ευρώ/τόνο CO2 το 2050).
Μάλιστα, οι ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου επισημαίνουν τα εξής: «Η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα V εκτιμάται ότι θα έχει κόστος παραγωγής kWh (LCOE) – συμπεριλαμβανομένου του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπών- σημαντικά υψηλότερο από αυτό των αιολικών και φωτοβολταϊκών για όλη τη διάρκεια ζωής της. Θα έχει επίσης σαφώς υψηλότερο κόστος και από αυτό που θα είχε αν λειτουργούσε με φυσικό αέριο. Το ίδιο θα ισχύσει και για την Μελίτη ΙΙ εάν κατασκευαστεί. Εν τούτοις, το ΕΣΕΚ θεωρεί ότι οι δύο αυτές μονάδες θα κατασκευαστούν και θα ενταχθούν στο ενεργειακό σύστημα πριν από το 2025. Επιπροσθέτως, το ΕΣΕΚ θεωρεί ότι και οι δύο μονάδες του ΑΗΣ Αμυνταίου θα λειτουργούν μέχρι το 2028, ενώ αυτό θα είναι κατά απόλυτη παράβαση της Κοινοτικής Νομοθεσίας (αλλά όχι της Ελληνικής)».
Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει ποσό για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των σταθμών, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν αυτή θα καλύπτει και τις αυστηρότερες οριακές τιμές για τα όρια εκπομπής αέριων ρύπων. «Η σύλληψη της πολιτικής αυτής για τη λιγνιτική παραγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί εύστοχη. Επιπροσθέτως, έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη πολιτική του μεγαλύτερου μέρους των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ και πολλών κρατών μελών με λιγνιτική παραγωγή», σημειώνεται από την επιστημονική ομάδα του Αστεροσκοπείου.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια διαφορετική προσέγγιση που να περιλαμβάνει, την απόσυρση του ΑΗΣ Αμυνταίου εντός 1-2 ετών (ώστε να υπάρχει συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία), τη μετατροπή της «Πτολεμαΐδας V» σε φυσικό αέριο και την ακύρωση κατασκευής του ΑΗΣ Μελίτη ΙΙ (για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους), με την ταυτόχρονη ενδυνάμωση των μέτρων στήριξης της περιφερειακής ενότητας Κοζάνης προς μια «δίκαιη» μετάβαση στην μεταλιγνιτική εποχή.
Business As Usual το ΕΣΕΚ
Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) χαρακτηρίζει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως ένα καλό Business As Usual σενάριο, όχι γιατί δεν οδηγεί σε ανάπτυξη των ΑΠΕ σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, αλλά γιατί δεν ακολουθεί, μεταξύ άλλων, τους ρυθμούς των σχετικών αγορών. «Κυρίως όμως δεν είναι συμβατό με το στόχο που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα βάσει της οποίας θα πρέπει να συγκρατήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας του πλανήτη κάτω από τον 1,5 οC σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα», σημειώνεται από τον ΣΕΦ, που επισημαίνει ότι το ΕΣΕΚ είναι προϊόν πολιτικών συμβιβασμών. «Εν προκειμένω, η “ανάγκη” να εξυπηρετηθεί η λιγνιτική παραγωγή και να μη καταστούν άμεσα άχρηστες οι κατασκευαζόμενες νέες λιγνιτικές μονάδες, παραπέμπει στις καλένδες την ανάπτυξη της αποθήκευσης, αφήνοντας τη χώρα ουραγό στη νέα ξέφρενη κούρσα που έχει ξεκινήσει διεθνώς».
Όσο για τον νεοσύστατο (ιδρύθηκε το 2016) Οργανισμό Ηλεκτρικών Σκαφών Ελλάδας, στις εκτενέστατες παρατηρήσεις του (περίπου 4,500 λέξεων) θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη στο ΕΣΕΚ σημαντικοί παράγοντες όπως είναι η ενεργειακή κατανάλωση του ναυτιλιακού τομέα, οι εκπομπές αερίων ρύπων ναυτιλίας είτε με τα παλαιά όρια του 2,5% των καυσίμων της σε θείο, είτε με το νέο όριο του 0.5%, η υπερθέρμανση λόγω της ναυτιλίας και άρα η αύξησης των ποσοστών ψύξης-θέρμανσης και η ενέργεια που θα χρειαστεί για αυτές κλπ.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί πολίτες, ακολουθώντας τη προτροπή της Greenpeace, έχουν αναρτήσει στο πλαίσιο της διαβούλευσης πανομοιότυπα σχόλια, στηρίζοντας τις προσπάθειες των περιβαλλοντικών οργανώσεων πανευρωπαϊκά για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε συμφωνία με τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, την οποία έχει ήδη επικυρώσει η χώρα μας.