Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η συνάντηση των προέδρων Μπους και Πούτιν το προπερασμένο Σαββατοκύριακο στο Kennebunkport, στο Mέιν των ΗΠΑ, μπορεί να μην οδήγησε σε κάποια συμφωνία για την αντιπυρηνική ασπίδα στην Ευρώπη, που προωθεί συστηματικά η κυβέρνηση των ΗΠΑ, όμως συνέβαλε (α) στην εξέταση μιας νέας «περιφερειακής προσέγγισης» για το επίμαχο θέμα της πυρηνικής θωράκισης και (β) στη διατύπωση μιας νέας συναντίληψης για την αντιμετώπιση της δυνητικής πυρηνικής απειλής από την Τεχεράνη. Για διαφορετικούς λόγους η κάθε χώρα επιθυμεί να ελέγξει το πυρηνικό άνοιγμα του Ιράν το οποίο με κάθε τρόπο προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από την οικονομική και εμπορική απομόνωση που του έχει υποβάλει η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα έπειτα από τη σειρά ψηφισμάτων και κυρώσεων των Ηνωμένων Εθνών. ΗΠΑ – Ιράν Οι ΗΠΑ προσπαθούν εδώ και τέσσερα χρόνια μέσω ενός συνδυασμού πολεμικών απειλών και οικονομικών αντιμέτρων να σταματήσουν την Τεχεράνη από την ανάπτυξη του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου, το οποίο, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση Μπους, θα χρησιμοποιήσει το Ιράν για την κατασκευή πυρηνικού οπλοστασίου, ενώ οι Ιρανοί πολύ αθώα (για να είναι πιστευτοί) υποστηρίζουν ότι το εμπλουτισμένο ουράνιο θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ως καύσιμο για τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων για ηλεκτροπαραγωγή. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του πρώτου πυρηνικού σταθμού στο Busheer, ρωσικής τεχνολογίας ισχύος 1.000 MW η λειτουργία του οποίου πρόκειται να ξεκινήσει προς το τέλος του 2007 με πυρηνικό καύσιμο που σε πρώτη φάση θα προμηθεύσει η Ρωσία, η οποία μέσω της εταιρείας «Atomstroyexport» είχε τη σύμβαση για την κατασκευή και αρχική λειτουργία του έργου καθώς και για την αποθήκευση των πυρηνικών καταλοίπων. Συμμεριζόμενη σ’ ένα μεγάλο βαθμό τους φόβους των Αμερικανών περί δημιουργίας ιρανικού πυρηνικού οπλοστασίου, τους τελευταίους μήνες η ρωσική κυβέρνηση προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τα σχέδια της Τεχεράνης που προβλέπουν την κατασκευή σειράς πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με κίνδυνο να μην μπορέσει να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις (το Ιράν έχει καταβάλει περισσότερα από 2.0 δισ. ευρώ στη Μόσχα). Έτσι τους τελευταίους μήνες οι Ρώσοι τεχνικοί έχουν αραιώσει τις επισκέψεις τους, ενώ η ολοκλήρωση συγκεκριμένων εργασιών στο Busheer, που θα επέτρεπε τη λειτουργία αντιδραστήρα, καθυστερούν χωρίς ουσιαστικό λόγο. Για να δικαιολογήσει μάλιστα την αλλαγή της στάσης της η ρωσική εταιρεία κατηγόρησε τον περασμένο Μάρτιο την Τεχεράνη ότι δεν είναι συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις, δημιουργώντας έτσι σοβαρό ρήγμα στις σχέσεις των δύο χωρών. Η αλλαγή στάσης της Ρωσίας έναντι της Τεχεράνης το τελευταίο διάστημα έχει βέβαια βαθύτερα αίτια τα οποία πρέπει ν’ αναζητηθούν στο γεωπολιτικό παιχνίδι γύρω από τον έλεγχο των ενεργειακών πρώτων υλών και συγκεκριμένα του φυσικού αερίου. Ως γνωστόν το Ιράν διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου μετά τη Ρωσία, τα οποία όμως δεν έχει καταφέρει ακόμα ν’ αξιοποιήσει για εξαγωγές. Τα αποθέματα αυτά αγγίζουν τα 28 τρισ. κυβικά μέτρα και είναι τα δεύτερα σε μέγεθος και αντιστοιχούν στο 15% των παγκόσμιων αποθεμάτων έναντι του 31% των ρωσικών, ενώ το παραγόμενο αέριο χρησιμοποιείται κυρίως για επανέγχυση στα παραγωγικά πηγάδια πετρελαίου, (το Ιράν παράγει 4.0 εκατ. βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα και φυσικό αέριο, ενώ η Σαουδική Αραβία 9.0 εκατ. βαρέλια), στη βιομηχανία πετροχημικών, στην παραγωγή ηλεκτρισμού ενώ μόνο ένα πολύ μικρό μέρος (6.0 δισ. κυβικά μέτρα/ έτος) εξάγεται στην Τουρκία μέσω του αγωγού Tabriz- Erzerum. Η Ρωσία έχει κάθε λόγο ν’ αποτρέψει την αύξηση εξαγωγών ιρανικού φυσικού αερίου σήμερα προς την Τουρκία και αύριο προς την Ευρώπη, αφού κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αμφισβήτηση, και μακροπρόθεσμα θα υπέσκαπτε, το μονοπώλιο της κραταιάς Gazprom. Αντίθετα, οι ΗΠΑ φαίνεται να μην ανησυχούν ιδιαίτερα στην προοπτική ιρανικών εξαγωγών φυσικού αερίου. Η αμερικανική αυτή στάση φαίνεται ότι οδηγείται από βαθύτερα αίτια που έχουν σχέση με την ανάγκη συνεργασίας με το Ιράν στο πλαίσιο μιας γενικότερης συμφωνίας μεταξύ Ιράν-ΗΠΑ η οποία ήδη διερευνάται σε διπλωματικό επίπεδο. Αφού το Ιράν αναμένεται ότι θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη ειρήνευσης στο Ιράκ, κάτι που θα επιτρέψει τη μετάβαση σ’ ένα καθεστώς διεθνούς ελέγχου της χώρας και θα δώσει τη δυνατότητα μείωσης του αμερικανικού εκστρατευτικού σώματος. Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι δεν χάνουν ευκαιρία να ναρκοθετούν την προσπάθεια του Ιράν ν’ αυξήσει περαιτέρω την παραγωγή αερίου και ιδιαίτερα τα σχέδιά του για την ανάπτυξη εξαγωγών. Όπως χαρακτηριστικά μας δήλωσε πριν από λίγους μήνες στην Τεχεράνη ο εκπρόσωπος της Gazprom στην ιρανική πρωτεύουσα «το Ιράν πρέπει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του για εξαγωγές αερίου μόνο προς Ανατολάς. Για τη Δύση υπάρχει η Gazprom, η οποία και γνωρίζει καλά την ευρωπαϊκή αγορά, και άρα δεν υπάρχει χώρος για το Ιράν». Ομως το τελευταίο διάστημα, προς μεγάλη ενόχληση των Ρώσων, το Ιράν μέσω της κρατικής National Iranian Gas Export Company έχει αυξήσει τις εξαγωγές του προς Τουρκία (παίρνοντας μερίδιο από τις ρωσικές εξαγωγές), ενώ στις 5 Ιουνίου εφέτος ανακοίνωσε και το πρώτο αξιόλογο εξαγωγικό συμβόλαιο προς την Ευρώπη με την ελβετική εταιρεία EGL, για την προμήθεια 5,5 δισ. κυβικών μέτρων τον χρόνο για διάστημα 25 ετών. Βέβαια, η δυνατότητα εφαρμογής του ανωτέρου συμβολαίου, και άλλων που προσπαθεί να προωθήσει η Τεχεράνη για ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες, εξαρτάται από την Τουρκία και τη συνεργασία της για τη διέλευση του αερίου μέσω του δικτύου αγωγών της. Η Τουρκία η οποία έχει ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις με το Ιράν και εξάγει πολλά από τα βιομηχανικά προϊόντα της στη φίλη μουσουλμανική χώρα, επιθυμεί την περαιτέρω διεύρυνση αυτών των σχέσεων το οποίο αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μείωση των ρωσικών εισαγωγών πετρελαίου και αερίου. Ασύμφορο Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 16 δισ. κυβικά μέτρα χωρητικότητας που διαθέτει ο ρωσοτουρκικός αγωγός Bluestream, που διασχίζει τη Μαύρη Θάλασσα, η τουρκική εταιρεία αγωγών BOTAS χρησιμοποιεί κάτι λιγότερο από το μισό ισχυριζόμενη ότι το ρωσικό αέριο είναι πολύ ακριβό και σχεδόν ασύμφορο. Γι’ αυτό η πρόσφατη κίνηση του προέδρου Πούτιν να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση των σχεδίων της Gazprom για τη δημιουργία ενός νέου αγωγού στη Μαύρη Θάλασσα, του South Stream, που θα εξάγει ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας προς την Ευρώπη, παρακάμπτοντας πλήρως την Τουρκία (ο εν λόγω αγωγός θα εξέρχεται στη Βουλγαρία), δεν είναι άσχετη με τον ακήρυκτο πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ιράν και της ρωσικής δυσφορίας για την επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας. Η σχεδίαση και η κατασκευή του South Stream, ο οποίος θα είναι διπλάσιας χωρητικότητας του Bluestream, θα απαιτήσει τουλάχιστον 5-6 χρόνια και μία τεράστια επένδυση (άνω των 5.0 δισ. δολαρίων) και δεν είναι καθόλου βέβαιο εάν τελικά θα κατασκευασθεί ιδιαίτερα, εν όψει των ισχυρών αμερικανικών αντιδράσεων, αφού έτσι ισχυροποιείται η θέση της Βουλγαρίας και της Ελλάδας οι οποίες προσδένονται ακόμα περισσότερο στο ρωσικό ενεργειακό άρμα. Αυτό πάντως που είναι απόλυτα βέβαιο, είναι ότι η προοπτική κατασκευής ενός ακόμα ανεξάρτητου ρωσικού αγωγού θα αναγκάσει την Τουρκία ν’ αξιοποιήσει πλήρως τον Bluestream ο οποίος σε πρώτη φάση, δηλαδή μεταξύ 2010-2015, θα χρησιμοποιηθεί για την αύξηση των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη, χρησιμοποιώντας έναν εκ των δύο ελληνοϊταλικών αγωγών φυσικού αερίου που σχεδιάζονται αυτή την περίοδο, δηλ. του IGI όπου συμμετέχει η ΔΕΠΑ με την ιταλική Edison, και του ανεξάρτητου TAP που προωθείται από την ελβετική EGL. (Καθημερινή, 15/7/07)