Όπως ανέφερε χθεσινό (20/12) ρεπορτάζ του Energia.gr, ολοκληρώθηκαν από το ΤΑΙΠΕΔ οι προβλεπόμενες διαδικασίες για τη μεταβίβαση του 66% του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) στην κοινοπραξία Senfluga Energy Infrastructure Holdings, στο πλαίσιο του διαγωνισμού για την ιδιωτικοποίηση του Διαχειριστή που είχε προκηρύξει το ΤΑΙΠΕΔ στα τέλη του 2017.

Στη δε κοινοπραξία Senfluga συμμετέχουν οι εταιρείες Snam Spa, Enagas International SLU και Fluxys SA που εκπροσωπούν μερικούς από τους μεγαλύτερους διαχειριστές φυσικού αερίου της Ευρώπης.

Ως γνωστό, οι εταιρείες αυτές, μέσω της εν λόγω κοινοπραξίας, συνεισέφεραν για την εξαγορά του άνω ποσοστού το ποσό των 535 εκ. ευρώ, με τα € 283 εκατ. να εισπράττονται από τα ΕΛΠΕ, έναντι ποσοστού 35% που κατείχαν στον ΔΕΣΦΑ και τα υπόλοιπα € 252 να πηγαίνουν στα κρατικά ταμεία έναντι του 31% που πούλησε το Ελληνικό Δημόσιο. Με το τελευταίο να διατηρεί ακόμα το 34% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, και άρα μέσω της καταστατικής του μειοψηφίας να μπορεί να ελέγξει στρατηγικές αποφάσεις του Διαχειριστή.

Και ασφαλώς η ολοκλήρωση τη όλης διαδικασίας πώλησης, και άρα είσπραξης των χρημάτων από Ελληνικό Δημόσιο και ΕΛΠΕ, μόνο ως μια μεγάλη επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο έχει τόσο υποφέρει από λανθασμένες επιλογές και αδέξιους χειρισμούς όλα αυτά τα χρόνια. Αρκεί να σημειώσουμε ότι από το 2011, οπότε και ξεκίνησε το πρόγραμμα μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, από τους μεγαλεπήβολους στόχους για είσπραξη € 50 δισ. μέχρι το 2018, έως τώρα έχουν εισπραχθεί μόνο € 5,4 δισ., ενώ εκκρεμεί η είσπραξη επιπλέον € 3,5 δισ. από συμφωνίες που έχουν κλείσει αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα οι προβλεπόμενες διαδικασίες.

Στην περίπτωση του ΔΕΣΦΑ, μετά από την περιπέτεια της ατυχούς επιλογής της αζέρικης Socar -η οποία να θυμίσουμε ότι το 2013 είχε υποβάλει τη μία και μοναδική προσφορά των €400 εκατ.-και την ακύρωση του διαγωνισμού μετά την εξωθεσμική συμπεριφορά της εν λόγω εταιρείας- πράγμα που φανέρωσε και τους κινδύνους του όλου εγχειρήματος, επετεύχθη μεν ένα καλύτερο τίμημα και η συμμετοχή ενός απείρως πιο σοβαρού και με πείρα επενδυτή, όμως η συμφωνηθείσα τιμή πώλησης υστερεί κατά πολύ από την πραγματική αξία της Επιχείρησης, όπως έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει μέσω εκτενούς αρθρογραφίας μας στο Energia.gr. Με την αξία της εταιρείας, δηλ. το book value, να ξεπερνά άνετα το € 1,5 δισ. και άρα το επιτευχθέν τίμημα για το 66% να υπολείπεται αρκετά από ένα εύλογο και δίκαιο τίμημα. Όμως την πώληση, για να μην πούμε ξεπούλημα του ΔΕΣΦΑ, θα πρέπει να το τοποθετήσουμε και να το δούμε μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της τεράστιας έκπτωσης αξιών στην Μνημονιακή Ελλάδα και σε μια σχεδόν άνευ όρων παράδοση των τοπικών ελίτ και του πολιτικού συστήματος συνολικά στις επιταγές και ορέξεις των δανειστών της χώρας.

Οδεύοντας προς πώληση ο ΔΕΣΦΑ, διαπιστώθηκε από τις εποπτεύουσες αρχές των Βρυξελλών ότι εχρειάζετο νέα ‘πιστοποίηση’ για την οργάνωση και λειτουργία του (με τους λόγους που υπαγόρευσαν τη νέα αυτή πιστοποίηση να παραμένουν τελείως αδιευκρίνιστοι και εν πολλοίς ακατανόητοι) και άρα επιστρατεύτηκε η ΡΑΕ, ως πλέον αρμόδιος φορέας, να αναλάβει το έργο αυτό, το οποίο και ολοκλήρωσε μόλις στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας με σχετική ανακοίνωση από την ολομέλειά της. Η νέα πιστοποίηση ήταν αυτή που επέτρεψε και την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας πώλησης και μεταφοράς εταιρικών μεριδίων του ΔΕΣΦΑ (το 66% προς την κοινοπραξία της Senfluga και του 34% από το ΤΑΙΠΕΔ προς το Ελληνικό Δημόσιο). Τώρα, όπως μας πληροφορούν αρμόδιες πηγές με γνώση του νομικού υπόβαθρου της όλης υπόθεσης, αρχίζει μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος για τη λειτουργία της εταιρείας, αφού λόγω της διατύπωσης της πιστοποίησης (που αποτελεί ένα αρκετά τεχνικό και σύνθετο κείμενο), δεν είναι δυνατή η λήψη σειράς αποφάσεων από τη νέα διοίκηση της εταιρείας (η οποία ορίστηκε σήμερα), αφού θα απαιτηθεί σειρά από διευκρινιστικές πράξεις, αποφάσεις του ΔΣ, ΚΥΑ κλπ. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζαν στο Energia.gr νομικοί κύκλοι με άριστη γνώση του αντικειμένου, «η πιστοποίηση της ΡΑΕ μόνο ως προβληματική μπορεί να περιγραφεί, αφού δε συνάδει με το μοντέλο ιδιοκτησιακού διαχωρισμού που έχει επιλεγεί».