Του Νίκου Νικολάου
Δύο πολιτικοί σημάδεψαν την Ελλάδα τον περασμένο αιώνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που στον πρώτο μισό του αιώνα έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου ελληνικού κράτους με τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που το δεύτερο μισό οικοδόμησε τη σύγχρονη Ελλάδα και την έβαλε στην Ευρώπη. Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 1955. Αμέσως προχώρησε σε τολμηρές αλλαγές, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία. Το 1960, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έφτανε το 49,9% του μέσου κοινοτικού. Το 1965 (δύο χρόνια αφότου παρέδωσε την εξουσία), είχε φτάσει στο 61,4%. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, ο Καραμανλής οραματίσθηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Με το πείσμα που τον διέκρινε αγωνίσθηκε (ενάντια σε ντόπιους και ξένους) και μας έβαλε στην ΕΟΚ, ενώ η οικονομία μας συνέχισε να αναπτύσσεται. Ο Βενιζέλος παρέλαβε το 1928 οικονομικό χάος. Αφού εμφάνισε τα πραγματικά μεγέθη του προϋπολογισμού (διότι οι προκάτοχοί του έκαναν εκτεταμένη χρήση της δημιουργικής λογιστικής), μείωσε τους φόρους, κυνήγησε το λαθρεμπόριο και εφήρμοσε τον νόμο, ώστε όλοι οι φορολογούμενοι να πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούσαν. Έτσι, δημιούργησε ένα σημαντικό απόθεμα πόρων που διετέθη για τη γεωργική ανάπτυξη, την κατασκευή 3.000 σχολείων και πολλών νοσοκομείων, ενώ παράλληλα δημιούργησε συνθήκες γεωπολιτικής σταθερότητας και εισήγαγε θεσμικές τομές, όπως ήταν η κοινωνική ασφάλιση. Και οι δύο πολιτικοί άφησαν σημαντικές παρακαταθήκες. Ο δε Βενιζέλος έδειξε ότι βρισκόταν και στην πρωτοπορία της οικονομικής σκέψης. Πολύ μπροστά από την εποχή του. Σε πρόσφατο διεθνές συνέδριο που έγινε στην Αθήνα, ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Αλογοσκούφης απέτισε φόρο τιμής στην πρωτοποριακή σκέψη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και διάβασε ένα απόσπασμα ομιλίας του με εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Όχι μόνο γιατί μας δείχνει τη διαχρονικότητα της σκέψης του μεγάλου πολιτικού, αλλά και γιατί αποτελεί μια υπενθύμιση για το ποιος είναι ο σωστός δρόμος για την οικονομική πολιτική. Ο Βενιζέλος είχε πει λοιπόν το 1930 στη Θεσσαλονίκη: «Το άλλο γνώρισμα της οικονομικής μας διοικήσεως είναι η σταθερά αύξησις των εισπράξεων του προϋπολογισμού, η οποία δεν προέρχεται από αύξησιν των φόρων, αλλά τουναντίον συμβαδίζει με αλλεπαλλήλους ελαττώσεις των φόρων. Το γεγονός αυτό, διά το οποίον ενίοτε και κατεκρίθη η κυβέρνησις, είναι εξαιρετικώς ευχάριστον και σημαντικόν... Οφείλεται εις την προϊούσαν αύξησιν του εθνικού εισοδήματος... αλλά οφείλεται συγχρόνως και εις το γεγονός ότι η είσπραξις των φόρων, ιδίως των αμέσων, επιδιώκεται γενικώς από όλους τους φορολογουμένους... Η σημασία της εντεύθεν αυξήσεως των προσόδων του κράτους, χωρίς νέαν φορολογικήν επιβάρυνσιν, αλλά, μάλιστα, επαναλαμβάνω μετά ελάττωσιν της φορολογίας, είναι τόσο μεγάλη διότι επιτρέπει στο κράτος να κάνει δύο πράγματα: να διαθέτει ένα μέρος της αυξήσεως διά την συνεχιζόμενην ελάττωσιν των φόρων και, δεύτερον, να διαθέτει το υπόλοιπον της αυξήσεως εις σκοπούς θεραπευτικών αναγκών, περί των οποίων δεν επρονόει μέχρι τούδε ο προϋπολογισμός ένεκα οικονομικής ανεπαρκείας (γεωργία, υγεία, δημοσία εκπαίδευσις)». Όπως πολύ σωστά επισήμανε ο κ. Αλογοσκούφης: «Για πολλά χρόνια ξεχάσαμε αυτές τις παρακαταθήκες που άφησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά το 1980, η πολιτική της χώρας μας επικεντρώθηκε στην αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους αντί για τη δημιουργία ενός αναπτυξιακού περιβάλλοντος. Και το αποτέλεσμα βέβαια το ξέρουμε όλοι. Ήταν και το δημόσιο χρέος να αυξηθεί από λιγότερο από 30% του ΑΕΠ το 1981 στο 108,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2005. Το χειρότερο είναι ότι μειώθηκε το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας μας σε σχέση με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί η χώρα μας δεν παρακολούθησε τι συνέβαινε στον υπόλοιπο κόσμο, όπου ακολουθήθηκαν σωστές οικονομικές πολιτικές. Το 1981, το κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τους «15» της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν στο 77,5%. Το 2000 έπεσε στο 66,3% και ακόμα και το 2003 δεν είχε φτάσει στα επίπεδα του 1981. Αν συγκρίνουμε το τι έγινε σε μια άλλη μικρή οικονομία, αντίστοιχη με εμάς, την Ιρλανδία, που ακολούθησε μια διαφορετική οικονομική πολιτική -αντίστοιχη με την πολιτική που πρέσβευε ο Ελευθέριος Βενιζέλος- θα δούμε μια πολύ μεγάλη ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των χρεών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιρλανδίας, που το 1981 ήταν χαμηλότερο από της Ελλάδας - ήταν στο 69,3% του μέσου όρου των «15» - έφτασε το 2000 στο 114,9% και σήμερα είναι στο 130%». Όσο λοιπόν και αν το ΠΑΣΟΚ και ο αρχηγός του ομνύουν στο όνομα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ουδεμία σχέση έχουν μαζί του. Ούτε με την πολιτική του. Ούτε με τη σκέψη του. Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία, θα κλείσω με ένα απόσπασμα από ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου για την Παιδεία: «Εις τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γίνεται δυνατόν όπως πραγματοποιώνται αι μεγαλύτεραι και επιτυχέστεραι καινοτομίαι, διότι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, τελούντα απλώς υπό την εποπτείαν του Κράτους και συμμορφούμενα μόνον προς τας γενικάς κατευθύνσεις του, έχουν την ελευθερίαν της οποίας στερούνται τα δημόσια και διά τούτο δύνανται να επιτελέσουν μεγαλυτέρας προόδους». Αυτά για την αποκατάσταση της αλήθειας. (Καθημερινή, 17/7/07)