Του Κ.Ν. Σταμπολή
Τους τελευταίους έξι μήνες η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές αυξάνεται σταθερά ενώ στις αρχές του Ιουλίου σε διάστημα μίας μόλις εβδομάδας (3/7-10/7) αυτή ανατιμήθηκε κατά 10%. Την περασμένη Δευτέρα (16/7) η τιμή της ποικιλίας Brent, για συμβόλαια Σεπτεμβρίου, διαμορφώθηκε στα 77.40 δολάρια το βαρέλι στην αγορά ICE του Λονδίνου, δηλαδή μία αναπνοή από το ιστορικό υψηλό των 78.65 δολαρίων που είχε σημειωθεί τον Αύγουστο του 2006. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών η τιμή του αργού αναμένεται ν’ αυξηθεί περαιτέρω με προοπτική να φθάσει έως και τα 100 δολάρια το βαρέλι μέσα στους επόμενους μήνες. Η Αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley προβλέπει αύξηση της τιμής στα 80 δολάρια ανά βαρέλι βραχυπρόθεσμα και πάνω από τα 70 δολάρια μέχρι το τέλος του έτους, με την ισχυρή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη να διαμορφώνει σταθερή ζήτηση για τα προϊόντα πετρελαίου. Πιο τολμηρός στις προβλέψεις του είναι ο επενδυτικός οίκος Goldman Sachs, ο οποίος εκτιμά ότι το βαρέλι μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 95 δολάρια στα τέλη του έτους. Από την άλλη πλευρά η Citigroup εκτιμά ότι η άνοδος των τιμών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αυξανόμενη δραστηριοποίηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) που εκμεταλλευόμενα πότε τα αποθέματα βενζίνης στις ΗΠΑ και πότε «τους γεωπολιτικούς κινδύνους» έχουν στείλει στα ύψη τον μαύρο χρυσό. Εκτιμά μάλιστα ότι η ροή διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων έχει βάλει «καπέλο» τουλάχιστον 10 δολάρια στις τιμές. Όμως κατά το διάστημα των τελευταίων είκοσι ημερών μία σειρά από φαινομενικά ανεξάρτητα και ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα ήλθαν να εντείνουν την ανησυχία που διακατέχει πλέον την διεθνή πετρελαϊκή αγορά και που ενισχύουν την άποψη ότι το ξαφνικό και απότομο σκαρφάλωμα των διεθνών τιμών δεν είναι συγκυριακό αλλά έχει βαθύτερα αίτια και άρα δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κερδοσκοπία, Συνοπτικά τα αξιοσημείωτα αυτά γεγονότα έχουν ως εξής: (α) Στις 13 Ιουλίου η Κινεζική κρατική εταιρεία πετρελαίων CNOOC ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε άδεια από την προσωρινή κυβέρνηση της Σομαλίας για έρευνες υδρογονανθράκων στο βόρειο τμήμα της χώρας στο Mudug, 500 χλμ βορείως της πρωτεύουσας Mogadishu. Η εν λόγω συμφωνία προβλέπει αποκλειστική εκμετάλλευση της ανωτέρω περιοχής βάσει ενός Production Sharing Agreement (PSA). Ως γνωστό στην Σομαλία, εδώ και 16 χρόνια και διεξάγεται ένας από τους φονικότερους εμφύλιους πολέμους με χιλιάδες νεκρούς κάθε χρόνο. Είναι ενδεικτικό ότι η συμφωνία μεταξύ CNOOC και κυβέρνησης για λόγους ασφαλείας υπεγράφη σε ξενοδοχείο στην Ναϊρόμπι στη γειτονική Κένυα. Η απεγνωσμένη απόφαση της CNOOC να προχωρήσει σε έρευνες πετρελαίου στην εμπόλεμη και άκρως επικίνδυνη Σομαλία είναι ενδεικτική της μεγάλης αγωνίας που διακατέχει τις διεθνείς πετρελαϊκές εταιρίες οι οποίες πάση θυσία προσπαθούν να εξασφαλίσουν νέα κοιτάσματα πετρελαίου. Εξ’ άλλου η CNOOC από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι εγκατεστημένη, και ήδη παράγει πετρέλαιο σε μία άλλη εμπόλεμη περιοχή٠ στο νότιο Σουδάν. (β) Στις 12 Ιουλίου, η Ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να επιλέξει την Γαλλική εταιρεία Total ως συνεταίρο του Ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Gazprom για την ανάπτυξη και αξιοποίηση του τεράστιου πεδίου φυσικού αερίου Shtokman που βρίσκεται στην Αρκτική στη θάλασσα Barents δυναμικότητος 3.200-3.700 δισεκ. κυβικών μέτρων αερίου. Το κόστος για την ανάπτυξη του ανωτέρω εξαιρετικά δυσπρόσιτου πεδίου εκτιμάται στα 20-30 δισεκ. δολάρια. Η Total θα συμμετέχει κατά 25% στην εκμετάλλευση του πεδίου και θα συνεισφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία ιδίως στην κατασκευή τερματικών σταθμών LNG. Σύμφωνα με τον κ. Alexei Miller, Διευθύνοντα Σύμβουλο της Gazprom, θα προσκληθεί ακόμα ένας ξένος εταίρος να συμμετάσχει στο έργο με ποσοστό 24%, αφού το Ρωσικό δημόσιο επιθυμεί να ελέγχει πάντοτε το 51% κάθε κοιτάσματος, σύμφωνα με το νέο ενεργειακό δόγμα της κυβέρνησης Πούτιν. Όπως τονίζουν αναλυτές της Ρωσικής αγοράς, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών συνάπτοντας συμφωνία συνεκμετάλλευσης με μεγάλη ξένη εταιρία την στιγμή που μόλις μερικούς μήνες πριν είχε υποχρεώσει την Shell να πωλήσει στη Gazprom το πλειοψηφικό μερίδιο της στο κοίτασμα της Σαχαλίνης και ακολούθως να εκδιώξει την ΤΝΚ-ΒΡ από την εκμετάλλευση του κοιτάσματος Kovikta. Η απόφαση του προέδρου Πούτιν να προσκαλέσει την Total, αν και κατά βάση πολιτική, στο πλαίσιο μιας ευρύτεης οικονομικης συνεργασίας με την Γαλλία, εν τούτοις φανερώνει την έκδηλη ανησυχία της Ρωσικής κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί το συντομότερο δυνατό τα τεράστια κοιτάσματα φ. αερίου που διαθέτει, αφού η σημερινή παραγωγή σύντομα θ’ αδυνατεί να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. (γ) Στις 17 Ιουλίου εδόθη στην δημοσιότητα η έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Πετρελαίου (NPC), το οποίο αποτελεί επίσημο όργανο της Αμερικανικής βιομηχανίας πετρελαίου, που είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση Μπους. Βασικό συμπέρασμα την εν λόγω έκθεσης, που εκπονήθηκε υπό την διεύθυνσή του κ. Lee. Raymond, τ. πρόεδρου της ExxonMobil, είναι ότι «ο πλανήτης δεν αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρή έλλειψη ενεργειακών πόρων αλλά αυξάνονται συνεχώς οι κίνδυνοι στην προσπάθεια περαιτέρω ανάπτυξης και αύξησης της παραγωγής πετρελαίου και φ. αερίου από συμβατικές πηγές από τις οποίες εξαρτάται ιστορικά η παραγωγή. Αυτοί οι κίνδυνοι δημιουργούν σημαντικές νέες προκλήσεις που πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν». Μία από στις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι διεθνείς εταιρίες πετρελαίου είναι η πρόσβαση σε σχετικά ασφαλείς και βατές περιοχές που διαθέτουν επαρκή κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Τα τελευταία χρόνια οι περιοχές αυτές έχουν μειωθεί εντυπωσιακά αφού είτε έχουν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες (π.χ. Δέλτα του Νίγηρα, Νότιο Σουδάν, Ιράκ) είτε ελέγχονται πλέον αποκλειστικά από κρατικές εταιρείες πετρελαίου, αποτέλεσμα εκτεταμένων εθνικοποιήσεων (π.χ. Βενεζουέλα, Βολιβία, Ρωσία), οι οποίες όμως δεν ενδιαφέρονται να αυξήσουν την παραγωγή. (δ) Στα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου, έγινε εξ’ άλλου γνωστή η προσπάθεια ανασυγκρότησης του επιχειρησιακού βραχίονα της Αλ Κάιντα ενώ ταυτόχρονα σημειώνοντο τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γλασκώβη και στο Πακιστάν (κατάληψη του κόκκινου τζαμιού στο Ισλαμαμπάντ). Η δημοσιοποίηση αποσπασμάτων από εκθέσεις μυστικών υπηρεσιών (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία) που αναφέροντο στις πολύ υπαρκτές απειλές για νέα τρομοκρατικά χτυπήματα, σε συνδυασμό με την πάντα ασταθή κατάσταση στο Ιράκ και την ενίσχυση της Αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στον Περσικό λόγω Ιράν, συνέβαλλαν στην δημιουργία κλίματος ανησυχίας και στην προεξόφληση γεωπολιτικών κινδύνων. Σχεδόν ταυτόχρονα (9/7) με τις ανωτέρω σημαντικές εξελίξεις ανακοινώθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) η εξαμηνιαία έκθεσή του για την Μεσοπρόθεσμη Αγορά Πετρελαίου βάσει της οποίας η παγκόσμια ζήτηση για το πετρέλαιο αναμένεται ν’ αυξηθεί ταχύτερα του προβλεπόμενου μέχρι το 2012, με συνέπεια να οδηγούμεθα γρήγορα σε μία ελλειμματική αγορά. Στην έκθεσή του ο ΙΕΑ ανέφερε ότι η παγκόσμια ζήτηση θα αυξηθεί κατά 2.2% ετησίως, κατά μέσο όρο, το διάστημα 2007-2012, αναθεωρώντας αισθητά προς τα πάνω προηγούμενη πρόβλεψή του. «Παρά το ότι επί μία ολόκληρη τετραετία οι τιμές του πετρελαίου κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα, σήμερα διαπιστώνεται ότι η αγορά θα γίνεται όλο και πιο σφικτή μετά το 2010», επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της εκθέσεως οι οποίοι κρούουν τον κώδωνα προειδοποιώντας για «μια ενδεχόμενη κρίση εάν συνεχισθεί η υψηλή ζήτηση». Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΕΑ αναμένεται ότι εφέτος η παγκόσμια ζήτηση θα διαμορφωθεί στα 86,13 εκατ. βαρέλια την ημέρα (σε σύγκριση με 84,3 εκατ. το 2006) και με ακόμη υψηλότερη πρόβλεψη 88,27 εκατ. το 2008 με δεδομένη την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 4,5%. Ακόμη, θεωρεί ότι τα επόμενα πέντε χρόνια, η επιπλέον παραγωγική δυναμικότητα των διυλιστηρίων θα υπολείπεται των σημερινών προσδοκιών, καθώς η αύξηση του κόστους και η έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών οδηγεί σε καθυστερήσεις στην κατασκευή νέων μονάδων. Εκ των άνω συμπεραίνεται ότι η διεθνής αγορά πετρελαίου είναι αρκετά τεταμένη με την προσφορά να παραμένει οριακή εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς διυλιστικής ικανότητος, της ταυτόχρονης υψηλής ζήτησης και της αδυναμίας αύξησης της παγκόσμιας παραγωγής. Στην αύξηση της ζήτησης συντελούν κυρίως η Κίνα, η Ινδία και η Μέση Ανατολή. Ενδεικτικό των δυσκολιών που χαρακτηρίζουν πλέον την λειτουργία της αγοράς είναι το γεγονός ότι οι παραδοσιακές εκπτώσεις που παρείχαν οι χώρες του ΟΠΕΚ στα διυλιστήρια σε Ευρώπη και ΗΠΑ, τους τελευταίους μήνες έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Έτσι το Σαουδαραβικό πετρέλαιο από 6.0 δολάρια που ήταν το discount έχει μειωθεί στα 3.2 δολάρια/ βαρέλι και αντίστοιχα το Ιρανικό από τα 3.4 δολάρια στα 2.60 δολάρια. Ο ΟΠΕΚ από την άλλη πλευρά δεν αντιμετωπίζει ενδεχόμενη αύξηση την παραγωγής του αφού δια στόματος του Υπουργού Πετρελαίου της Σ. Αραβίας, κ. Ναίμι, δηλώνει ότι «η αγορά τροφοδοτείται σε ικανοποιητικά επίπεδα και μία αύξηση της παραγωγής θα βοηθούσε μόνο στην αύξηση των αποθεμάτων». Στην πραγματικότητα το καρτέλ του ΟΠΕΚ που καλύπτει το 40% της παγκόσμιας παραγωγής φοβάται ότι οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγής μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση των τιμών όπως συνέβη το φθινόπωρο πέρυσι αλλά και παλαιότερα (1996-2001).