Οι υπέρμαχοι των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αρέσκονται να υπενθυμίζουν ότι η έρημος συγκεντρώνει αρκετή ενέργεια κάθε χρόνο από τις ακτίνες του ήλιου για να ηλεκτροδοτεί ολόκληρο τον κόσμο. Ελάχιστοι, όμως, καταδέχονται να εξηγήσουν πώς θα χρηματοδοτηθεί η κατασκευή των εκατομμυρίων ηλιακών κυψελών που απαιτούνται για τη μετατροπή αυτής της ενέργειας σε ηλεκτρικό ρεύμα. Επικεφαλής εταιρειών κοινής ωφελείας και πολιτικοί απορρίπτουν την αιολική και την ηλιακή ενέργεια ως ευγενείς, μεν, πλην όμως ακριβές πηγές, βιώσιμες μόνο χάρις σε γενναιόδωρες επιδοτήσεις. Ωστόσο, νέες μελέτες δείχνουν ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να μην είναι τόσο απρόσιτες όσο υποψιάζονται οι σκεπτικιστές. Σε έκθεση που επρόκειτο να δοθεί στη δημοσιότητα στις 6 Ιουλίου, η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace υποστηρίζει ότι οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα εξοικονομούσαν χρήματα επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές. Οι ανεμόμυλοι μπορεί να κοστίζουν περισσότερο στην κατασκευή τους, αλλά δεν απαιτούν την αγορά καυσίμων, σε αντίθεση με τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που λειτουργούν με άνθρακα ή φυσικό αέριο. Σύμφωνα με τη Greenpeace, αυτό το μελλοντικό κόστος καυσίμων υπερβαίνει κατά πολύ το ύψος της επιπλέον επένδυσης για τις ανανεώσιμες πηγές. Αν αποκλιμακωνόταν η χρήση της πυρηνικής ενέργειας και αυξανόταν δραστικά το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, η οργάνωση υπολογίζει πως η ετήσια μείωση του κόστους για την περίοδο 2004-2030 θα έφθανε κατά μέσο όρο τα 180 δισ. δολάρια. Τα στοιχεία αυτά, βεβαίως, στηρίζονται σε κάθε λογής αμφισβητήσιμες υποθέσεις. Βάσει του σεναρίου της Greenpeace, οι τιμές του φυσικού αερίου και του άνθρακα θα αυξηθούν, παρά τη στάσιμη κατανάλωση του πρώτου και την κατακόρυφη μείωση της ζήτησης για τον δεύτερο. Επίσης, στο μέλλον όπως το βλέπει η Greenpeace η οικονομία στην ενέργεια θα είναι πραγματικότητα, παρότι στις καθημερινές προβλέψεις της αυτό δεν ισχύει. Ούτως ή άλλως, οι εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα πρέπει να συμμερίζονται τις ίδιες απόψεις, εφόσον συνεχίζουν να επενδύουν σε σταθμούς παραγωγής που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα. Άλλες μελέτες είναι πιο μετριοπαθείς στους ισχυρισμούς τους: βάσει αυτών, η προσθήκη αιολικής ενέργειας στο δίκτυο μπορεί να μειώσει το συνολικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Το οριακό κόστος παραγωγής αιολικής ενέργειας είναι σχεδόν μηδενικό, εφόσον το καύσιμο -ο άνεμος- είναι δωρεάν. Έτσι, μια ημέρα με άνεμο, η φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από αιολικές τουρμπίνες. Αυτή η ενέργεια, με τη σειρά της, απομακρύνει την παραγωγή από πηγές με υψηλότερο κόστος καυσίμων, όπως οι σταθμοί παραγωγής που κινούνται με φυσικό αέριο. Με τον τρόπο αυτό, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος τείνουν να μειώνονται όταν φυσάει ο άνεμος. Η ολλανδική εταιρεία κοινής ωφελείας Nuon υπολογίζει ότι, το 2005, ο μέσος όρος τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας στην τοπική αγορά spot υπερέβαινε τα 45 ευρώ ανά μεγαβατώρα όταν δεν φυσούσε άνεμος, υποχωρούσε όμως κάτω από τα 30 ευρώ όταν η μέση ταχύτητα του ανέμου έφθανε τα 13 μέτρα το δευτερόλεπτο. Ερευνητές στη Δανία προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο, κάνοντας λόγο για συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη. Όπως εκτιμούν, η αιολική ενέργεια εξοικονόμησε 1 δισ. κορόνες (167 εκατ. δολάρια) στους Δανούς καταναλωτές το 2005. Από την άλλη, οι ίδιοι Δανοί καταναλωτές πλήρωσαν 1,4 δισ. κορόνες σε επιδοτήσεις αιολικής ενέργειας. Φέτος, όμως, όπως παραδέχεται ο Ρούνε Μέσγκααρντ της εγχώριας Ένωσης Εταιρειών Αιολικής Ενέργειας, η αιολική ενέργεια θα εξοικονομήσει πράγματι χρήματα για πρώτη φορά στους καταναλωτές, καθώς τα οφέλη από τις χαμηλότερες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας υπερβαίνουν το συρρικνούμενο κόστος της επιδότησης. (The Economist)