Του Κ. Κόλμερ
Συνεπληρώθησαν 33 έτη από της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο και ο Ελληνισμός ακόμη δεν έχει συναγάγει τα ιστορικά συμπεράσματα από τον διχασμόν εκείνης της εποχής αλλ' αντιθέτως ετοιμάζεται να επαναλάβη τα ίδια λάθη, εν όψει των προσεχών προεδρικών εκλογών στην Μεγαλόνησο, που ενδέχεται να σημάνουν νέες εθνικές περιπέτειες, χειρότερες των «Αττίλα» Ι και ΙΙ. Εν πρώτοις, να θυμίσωμεν διά τους νεωτέρους, την κυπριακή περιπλοκή, ιδίως κατά την τελευταία φάσι της του θέρους 1974. Η μεν στρατιωτική κυβέρνησι του Γ. Παπαδοπούλου είχε απομακρύνει (το 1967) την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, κατ' απαίτησιν των Αμερικανών, ο δε Κύπριος Πρόεδρος Μακάριος είχεν αξιώσει την διάλυσι της Κυπριακής Εθνοφρουράς (Μάιος του 1974) και την αποσύρσι περίπου 600 ελλήνων αξιωματικών, που στελέχωναν την Κυπριακήν Εθνοφρουράν. Με τις δύο αυτές ενέργειες, ουσιαστικώς η Κύπρος έμενε απροστάτευτος στο έλεος της Τουρκίας, την οποία ήδη από της δεκαετίας του '60 οι Αγγλοαμερικανοί ήθελαν να επαναφέρουν στην Κύπρον, όπως ακριβώς και σήμερον. Τότε μεν λόγω του διεξαγομένου, κρυφού πολέμου μεταξύ Μαλαισίας και Ινδονησίας, σήμερον δε εξαιτίας του αποκλεισμού της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν. Η διαδεχθείσα τον Γεώργιον Παπαδόπουλον στρατιωτική κυβέρνησι του ταξιάρχου Δημ. Ιωαννίδη το 1973, δεν θα ημπορούσε να δεχθή την πρόκλησι του Μακαρίου όχι μόνον διά πολιτικούς λόγους -την χλεύη των Πανελλήνων- αλλά και διά στρατηγικούς, διότι με την «αποθωράκιση» άνοιγε εκ νέου την Κερκόπορτα διά την άλωσιν και της Κύπρου υπό των Τούρκων. Έτσι, επεδίωξε την ανατροπήν του Μακαρίου την 15η Ιουλίου 1974, τον οποίον διέσωσαν οι Βρετανοί («προϊστάμενοί» του ήδη από της εποχής των συμφωνιών Λονδίνου, με το γνωστόν επεισόδιον του οίκου Λάνκαστερ). Ο Μακάριος έκρινε σκόπιμον να καλέσει την Τουρκία, ως «εγγυήτρια δύναμη», να εισβάλει στην Κύπρο, για «ν' αποκαταστήσει την... συνταγματική τάξη» την 19η Ιουλίου 1974. Την επομένην οι Τούρκοι άρχισαν την απόβασι στην Κύπρον από αέρος και θαλάσσης. Εν τούτοις, οι ελληνικές δυνάμεις επέτυχον την εξόντωσι των τούρκων αλεξιπτωτιστών που έπεσαν πλησίον της Λευκωσίας και εκκαθάρισαν τους τουρκοκυπριακούς θυλάκους, πλην ενός εντός της Αμμοχώστου, «φονευθέντων του αρχηγού και υπαρχηγού της ΤΟΥΡΔΥΚ» και διετήρησαν τακτικόν πλεονέκτημα, λόγω της σφοδράς θαλασσοταραχής και της ελλείψεως συνεννοήσεως μεταξύ της τουρκικής Αεροπορίας και Ναυτικού, η οποία μάλιστα εβύθισε ένα δικό της αντιτορπιλικόν και προξένησε ζημίας εις έτερον, ενώ έχασε τρία αεροσκάφη. Το κυριώτερον όμως στρατηγικόν πλεονέκτημα της Ελλάδος, η διάθεσι δύο σμηνών Φάντομ F4, δύο υποβρυχίων 1000Τ και η ύπαρξις 4 πυραυλακάτων με πυραύλους Εξωσέτ, που εστερούντο οι Τούρκοι, καθώς και η υπεροχή του ελληνικού στρατού στον Έβρο, με γαλλικά άρματα μεγάλης αυτονομήσεως και πυροβόλου 105 χιλιοστών, ακυρώθη λόγω της αρνήσεως της στρατιωτικής ηγεσίας να εκτελέσουν τις διαταγές της κυβερνήσεως Ανδρουτσοπούλου. Οι τότε επικεφαλής της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων Αραπάκης, Παπανικολάου, Μπονάνος ελάμβανον εντολάς από τον αμερικανόν υφυπουργόν Εξωτερικόν Σίσκο και τον εν Αθήναις πρέσβυ Χένρυ Τάσκα ως πιστοί Νατοϊκοί υπάλληλοι. Ο «αόρατος δικτάτωρ» Δ. Ιωαννίδης είχε διαπράξει το λάθος να μην αντικαταστήσει την ανάξια στρατιωτικήν ηγεσία, όπως θα είχε πράξει ο Ιωάννης Μεταξάς εις άλλην περίπτωσιν, αλλά μ' αυτήν είχε ανατρέψει τον Γ. Παπαδόπουλον. Τον πρώτον αυτόν εσωτερικό διχασμόν επανέλαβε ο μετακληθείς ακολούθως εξ εσπερίας «δοτός» πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος αντί να ηγηθή πανστρατιάς κατά του «Αττίλα» ΙΙ, ηρκέσθη να απομακρύνει από τον ελληνικό στρατόν 3.000 αξιωματικούς και να δηλώσει το ηττοπαθές «η Κύπρός είναι μακριά» (550 μίλια έναντι των 5.000 μιλίων των Νήσων Φόκλαντ που ανεκατέλαβε η «σιδηρά κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ το 1981). Πάντα ταύτα είναι ιστορικώς διαπιστωμένα -και τινά ακόμη άγνωστα, λόγω της μη εισέτι δεξαγωγής της «δίκης της Κύπρου»- αλλά το συμπέρασμα είναι ένα: όποτε επήλθε εθνικός διχασμός, ως το 1916, το 1922, το 1943-ʼ44 και το 1974, ο Ελληνισμός εζημιώθη μεγάλως και υπέστη συρρίκνωσιν, ενώ αντιθέτως όποτε εγένετο εθνική συσπείρωσις, η Ελλάς επέτυχε σπουδαίες νίκες, όπως κατά της Τουρκίας το 1912, κατά της Βουλγαρίας το 1913, κατά της Αυστρογερμανίας το 1918, της φασιστικής Ιταλίας το 1940 και κατά του διεθνούς κομμουνισμού το 1949. Σήμερον επιχειρείται στην Κύπρον ένας νέος διχασμός, λησμονηθέντων των διδαγμάτων του παρελθόντος. Με πακτωλόν χρημάτων και συρροή ξένων πρακτόρων επιχειρείται η ανατροπή του Προέδρου Τάσσου Παπαδοπούλου και η αναβίωσι του σχεδίου Χάινε - Ανάν, διά την πλήρη απώλεια ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, διά την οποίαν η πρώην κομμουνίστρια καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ εδήλωσεν προσφάτως ότι δεν έπρεπε να γίνη δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και προσφάτως στην Ευρωζώνη από του προσεχούς έτους) άνευ επιλύσεως του Κυπριακού. Δηλαδή άνευ της ενσωματώσεως στην Τουρκία. Την «οριστική λύση» του Κυπριακού (κατά πώς την αντελαμβάνετο ο γερμανός στρατηγός Λήμαν Φον Σάντερς του Αρμενικού ζητήματος το 1908) ίδαμε στην κατάληψι της συριακής Αλεξανδρέττας υπό του Ινονού το 1939 και στην καταστροφή του Ελληνισμού της Κωνσταντινουπόλεως το 1955 και της Ίμβρου και Τενέδου, κατά παράβασιν της συνθήκης της Λωζάνης. Ουδεμία εμπιστοσύνη εμπνέουν η Τουρκία και οι Ευρωπαίοι «συνεταίροι» μας. Να προσέξουν συνεπώς οι αδελφοί Κύπριοι, με το επιχειρούμενον εκλογικό πραξικόπημα στην Κύπρον. Δεν έχουν την πολυτέλεια νέων διασπάσεων και περιθώρια νέων διχασμών. Ο «Αττίλας» ΙΙΙ καραδοκεί... (Το Παρόν, 22/7/07)