H ανάλυση της εξελικτικής τροχιάς των δεικτών οικονομικού κλίματος, έως τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους, κατατείνει σε ελαφρώς αποκλίνουσες τάσεις, μεταξύ των προσδοκιών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όπως σημειώνει στο εβδομαδιαίο δελτίο της για τις οικονομικές εξελίξεις, η Alpha Bank. Aπό τη μία πλευρά, οι προσδοκίες των νοικοκυριών για τις καταναλωτικές δυνατότητές τους, τις συνθήκες απασχόλησης και την εν γένει οικονομική κατάστασή τους βαίνουν ανοδικά.

Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρηματικές προσδοκίες καταγράφουν πτωτική τάση, με εξαίρεση τον δυναμικό κλάδο του λιανικού εμπορίου. Η αβεβαιότητα παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό των κινήσεων του διεθνούς επενδυτικού κοινού, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να συγκρατούνται σε υψηλό επίπεδο οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων.

Οι δείκτες, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, υποδηλώνουν ότι τα νοικοκυριά εκτιμούν ότι η ικανότητά τους, αφενός να προστατεύσουν, ή ακόμη και να ανακτήσουν μερικώς, τον πλούτο που απώλεσαν, στο μέλλον, αποκαθίσταται σταδιακά. Στο σημείο αυτό, αξίζει να διερευνηθούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσεως στο μέγεθος του πλούτου των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, ξεκινώντας από το ζήτημα του ορισμού, τα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν τον πλούτο των νοικοκυριών είναι ο χρηματοοικονομικός πλούτος, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κ.λπ.), ο μηχρηματοοικονομικός πλούτος που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και τέλος, το ανθρώπινο κεφάλαιο, που δύναται να προσεγγισθεί ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου (lifetime income approach).

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Credit Suisse για τον παγκόσμιο πλούτο, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών ορίζεται ως το σύνολο της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου, μετά την αφαίρεση του συνόλου του ιδιωτικού χρέους τους. Εκτιμάται λοιπόν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απωλέσει το 27,9% του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού τους, σωρευτικά στην χρονική περίοδο 2008-2018. Η πτώση αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης και ακολουθούν η Ισπανία, η Ιταλία και η Κύπρος, ενώ η Γερμανία σημειώνει αξιόλογα κέρδη.

Το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία - παρά το γεγονός ότι ακολούθησε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής - λόγω της αύξησης του μηχρηματοοικονομικού πλούτου καθώς επωφελείται από τη σημαντική άνοδο των τιμών των ακινήτων κατά τα τελευταία έτη. Παράλληλα, από την ανάλυση των εν λόγω στοιχείων προκύπτει ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα κατέγραψαν την μεγαλύτερη μείωση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου μετά την Ισπανία. Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με την καθίζηση της αγοράς ακινήτων τα προηγούμενα χρόνια. Η τελευταία, ωστόσο, παρουσιάζει πλέον σημαντικά σημάδια ανάκαμψης τόσο στα οικιστικά όσο και στα επαγγελματικά ακίνητα (ο δείκτης τιμών κατοικιών αυξήθηκε κατά 1,3% σε ετήσια βάση το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2018, ενώ οι δείκτες τιμών γραφείων και καταστημάτων αυξήθηκαν κατά 7,4% και 3,1% αντίστοιχα σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2018).

Οι δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στη Βιομηχανία, τις Υπηρεσίες και τις Κατασκευές παρουσιάζουν πτωτική πορεία από τον Αύγουστο του 2018 μέχρι και το τέλος του προηγούμενου έτους, ενώ ο δείκτης του Λιανικού εμπορίου κινείται ανοδικά, καταγράφοντας μάλιστα την υψηλότερη τιμή του από τον Ιούνιο του 2008 μέχρι σήμερα. Η εξέλιξη αυτή συνάδει με την πορεία των εθνικολογιστικών στοιχείων για το πρώτο εννεάμηνο του 2018 όπου παρατηρείται ισχυροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά στασιμότητα στις παραγωγικές επενδύσεις. 

Τέλος, σε ό,τι αφορά στην αγορά κρατικών ομολόγων, οι αποδόσεις τους εξακολουθούν να κινούνται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, γεγονός που καθιστά δυσχερή τον εξωτερικό δανεισμό, σημειώνεται στο δελτίο της τράπεζας. Ο τελευταίος επιβαρύνεται από τη διεθνή χρηματοοικονομική αβεβαιότητα και τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ιταλία, καθώς και την είσοδο της χώρας μας σε προεκλογική περίοδο.