Του Ed Crooks
H πρόσφατη έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Πετρελαίου (NPC) των ΗΠΑ για τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της παγκόσμιας βιομηχανίας ενέργειας. Η έκθεση καλεί τις ΗΠΑ να λάβουν ριζοσπαστικά μέτρα για την αύξηση της χρήσης οχημάτων φιλικών προς το περιβάλλον και τη διαχείριση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για μέτρα τα οποία απηχούν σε μεγάλο βαθμό πολλά από τα πάγια αιτήματα των περιβαλλοντικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια. Παρ όλα αυτά, πρόκειται για μία έκθεση που έγινε για λογαριασμό ενός αμερικανικού φορέα που αποτελεί τον πιο ένθερμο υποστηρικτή της παραδοσιακής βιομηχανίας ενέργειας, υπό την καθοδήγηση του πρώην προέδρου της ExxonMobil Λι Ρέιμοντ, ο οποίος συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού πετρελαιοπαραγωγού.,Οι προτάσεις του NPC επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες σχετικά με τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου, η οποία αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, υποδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το πρόβλημα που θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί δεν αφορά την έλλειψη αποθεμάτων, αλλά την αρχή μίας παρατεταμένης περιόδου χαμηλής επάρκειας. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της Cambridge Energy Research Associates, Νταν Γιέργκιν, η έκθεση «θα αλλάξει το πλαίσιο του διαλόγου όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε διεθνές επίπεδο». Πριν ακόμη δημοσιευθεί, η έρευνα είχε αντιμετωπίσει σφοδρή κριτική για παράβλεψη μίας σημαντικής παραμέτρου: Της άποψης που υποστηρίζει ότι η παραγωγή πετρελαίου βρίσκεται πολύ κοντά ή έχει ήδη ξεπεράσει την ανώτατη επάρκεια των διαθέσιμων αποθεμάτων. Αλλά η κεντρική ιδέα της έκθεσης των 646 σελίδων είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστική. Όπως υποστηρίζει, οι παραδοσιακές πηγές παραγωγής πετρελαίου αντιμετωπίζουν τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο του «να μην μπορούν να ανταποκριθούν στην προβλεπόμενη ζήτηση ενέργειας». Η έρευνα, τη διεξαγωγή της οποίας ζήτησε τον Οκτώβριο του 2005 ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Σάμιουελ Μπόντμαν, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο επίκαιρη. Το Κογκρέσο εξετάζει την ενεργειακή αποτελεσματικότητα των «οικολογικών» οχημάτων, η οποία αναλύεται στην έκθεση. Την ίδια στιγμή, η τιμή του πετρελαίου αποδεικνύει πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση. Την περασμένη εβδομάδα, η τιμή του αργού πετρελαίου εκτοξεύθηκε στα 78,40 δολάρια το βαρέλι, μόλις 25 σεντς λιγότερο από την τιμή ρεκόρ που είχε καταγράψει τον περασμένο Αύγουστο. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να φτάσει έως και τα 95 δολάρια το βαρέλι μέχρι τον ερχόμενο χειμώνα. Αν και είναι πολύ πιθανό να συμβεί, κανείς δεν μπορεί να διακινδυνεύσει μία τέτοια πρόβλεψη. Στο παρελθόν έχει αποδειχθεί ότι κάθε πρόβλεψη της τιμής του πετρελαίου είναι παρακινδυνευμένη. Προβλέψεις Στην δεκαετία του 1980, όταν το πετρέλαιο έφτασε τα 40 δολάρια το βαρέλι, όλοι έλεγαν ότι σύντομα θα ξεπεράσει και τα 100 δολάρια. Το 1999, όταν η τιμή του έπεσε κάτω από τα 11 δολάρια, υπήρξαν κάποιοι που υποστήριζαν ότι θα πέσει και κάτω από τα 5 δολάρια. Αυτό που είναι ξεκάθαρο πάντως είναι το γεγονός ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μία νέα περίοδο κατά την οποία η ισορροπία ανάμεσα στα αποθέματα και τη ζήτηση θα κυμαίνεται σε οριακά επίπεδα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία σημαντική αύξηση των τιμών στο εγγύς μέλλον. Το 2006 πολλοί αναλυτές αναθεώρησαν τις εκτιμήσεις τους. Πρόσφατα, ο Ανταμ Σιεμίνσκι της Deutsche Bank, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στους συντάκτες της έρευνας, προέβλεψε ότι η τιμή του πετρελαίου το 2010 θα κυμαίνεται μεταξύ 45 και 60 δολαρίων το βαρέλι. Οι δυσοίωνες προβλέψεις για την ερχόμενη δεκαετία στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης, η οποία θα είναι ακόμη μεγαλύτερη στις αναδυόμενες οικονομίες. Σε επίπεδο ζήτησης, μία ακμάζουσα παγκόσμια οικονομία δημιουργεί περισσότερες απαιτήσεις για πρώτες ύλες που θα τροφοδοτούν τη διαρκή ανάπτυξή της. Η τελευταία πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφέρει ότι η παγκόσμια παραγωγή θα αυξηθεί με ρυθμούς της τάξεως του 4,9% τόσο φέτος όσο και του χρόνου. Οι υψηλές τιμές επηρεάζουν τη ζήτηση αλλά βραχυπρόθεσμα οι επιπτώσεις είναι περιορισμένες. Πέρυσι, όταν η μέση τιμή του πετρελαίου ανήλθε στα 66,32 δολάρια ανά βαρέλι, η παγκόσμια κατανάλωση περιορίστηκε μόλις κατά 0,7%, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΒΡ. Στον περιορισμό της ζήτησης συνέβαλε ο ασυνήθιστα θερμός χειμώνας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σημαντικές διαφορές παρατηρήθηκαν ανάμεσα στον αναπτυγμένο κόσμο και τις αναδυόμενες αγορές. Στις ΗΠΑ η κατανάλωση αργού πετρελαίου μειώθηκε κατά 1,3%, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση αυξήθηκε οριακά κατά 0,3%. Στην Κίνα, όμως, αυξήθηκε κατά 6,7%. Στις επόμενες δεκαετίες, η αύξηση της ζήτησης θα οφείλεται κατά τα δύο τρίτα στις αναδυόμενες αγορές, με την Κίνα να αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου. (Άρθρο των Financial Times από την Ημερησία την 28/07/2007)