Του Κ.Ν Σταμπολή
Το καλοκαίρι του 1987 εμφανίστηκε στην Αττική ένας ισχυρός και παρατεταμένος καύσωνας με πάνω από 1500 νεκρούς λόγω θερμοπληξίας. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αφορμή για την αθρόα εγκατάσταση κλιματιστικών συσκευών στα αμέσως επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα, από το 1992 και μετά, η θερινή αιχμή του ηλεκτρικού συστήματος να είναι σταθερά πλέον μεγαλύτερη από τη χειμερινή αιχμή. Ταυτόχρονα άρχισε το φορτίο του συστήματος να εμφανίζει μια σταδιακά αυξανόμενη επαγωγική συνιστώσα (άεργος ισχύς) η οποία, λόγω των κινητήρων επαγωγής των κλιματιστικών, αυξάνεται με ακόμη μεγαλύτερο ρυθμό δημιουργώντας μεγάλες πτώσεις τάσεως αλλά και απώλειες στα δίκτυα της Μεταφοράς και της Διανομής. Ήδη το 1996 παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, ο κίνδυνος κατάρρευσης των τάσεων του Συστήματος λόγω μεγάλου φορτίου και αυξημένων αναγκών σε άεργο ισχύ. Λόγω ενισχύσεων του συστήματος παραγωγής και μεταφοράς της ΔΕΗ (ένταξη ΑΗΣ Αγ. Γεωργίου, σταθμός Λαυρίου 560 MW, νέα καλώδια Ρίου, Τρίτη γραμμή 400 KV στο Κρυονέρι κ.λ.π.) η δυνατότητα φόρτισης του συστήματος αυξήθηκε και ο κίνδυνος κατάρρευσης απομακρύνθηκε αλλά επανεμφανίστηκε το 2001 μαζί με έντονα φαινόμενα υπερφόρτισης των δικτύων Διανομής στην περιοχή Αθηνών και συχνές διακοπές. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΕΣΜΗΕ, Δρ. Ευάγγελο Λεκατσά: «Η διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος της 12.7.2004 με το γνωστό black out σε όλη τη χώρα ήταν το σημείο κορύφωσης αυτής της πορείας, το οποίο έδειξε ότι το πρόβλημα της θερινής αιχμής, που εμφανίζεται λιγότερο από 50-100 ώρες κάθε χρόνο, δεν θεραπεύεται μόνο με ενισχύσεις του παραγωγικού δυναμικού και των δικτύων μεταφοράς και διανομής αλλά παράλληλα χρειάζεται και κάποια μορφή διαχείρισης της πλευράς του φορτίου, δηλ. Demand Side Management». Σήμερα η χώρα αντιμετωπίζει μία άνευ προηγουμένου δύσκολη κατάσταση με το ηλεκτρικό σύστημα να ευρίσκεται για πολλές ημέρες στα πρόθυρα κατάρρευσης. Και ο μόνος λόγος που δεν έχει καταρρεύσει είναι διότι ο ΔΕΣΜΗΕ τις τελευταίες ημέρες υποχρεώθηκε σε μία επιλεκτική και προληπτική πολύωρη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, ολόκληρων περιοχών της χώρας ιδίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όμως αυτό δεν αποτελεί λύση για μία χώρα η οποία επιθυμεί να αποκαλείται «διεθνής τουριστικός προορισμός» και προσπαθεί να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα στον απαιτητικό χώρο των υπηρεσιών, οι οποίες εξαρτώνται απόλυτα από την αδιάλειπτο παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Ούτε ασφαλώς αποτελεί λύση η εσαεί ένταξη κάθε χρόνο νέας ηλεκτρικής ισχύος 500-600 MW στο σύστημα μόνο για την κάλυψη των 100-200 ωρών θερινής αιχμής, η οποία δημιουργείται κυρίως από την αλόγιστη χρήση κλιματιστικών. Ούτε αποτελούν λύση οι μαζικές εισαγωγές ακριβού ηλεκτρικού ρεύματος από το εξωτερικό αυξάνοντας την εξάρτησή μας από τις Βόρειες Διασυνδέσεις οι οποίες κάποια στιγμή θα μας προδώσουν, όπως ακριβώς έγινε την περασμένη Τρίτη (με την κατάρρευση των ηλεκτρικών δικτύων σε Σκόπια, Μαυροβούνιο και Κόσοβο) με αλυσιδωτές επιπτώσεις στο δικό μας σύστημα. Για την τριτοκοσμική εικόνα που παρουσιάζει η χώρα με επαναλαμβανόμενα τοπικά black- outs και συνεχείς πτώσεις της τάσης που επιφέρουν ανυπολόγιστες ζημιές σε ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, σοβαρές ευθύνες φέρει η κυβέρνηση, η οποία παρά το γεγονός ότι κληρονόμησε μία όντως προβληματική κατάσταση το καλοκαίρι του 2004 δεν φρόντισε τα τελευταία τρία χρόνια να λάβει δραστικά μέτρα για την μείωση της κατανάλωσης κατά τις ώρες αιχμής με παράλληλη βελτίωση λειτουργίας του συστήματος. Το Υπουργείο Ανάπτυξης είναι βέβαιον ότι θα αντιπαραθέσει μια ολόκληρη σειρά μέτρων που πράγματι έλαβε, όπως η: · Η κατασκευή νέων κέντρων διανομής- Θεσσαλονίκη, Αθήνα (Ν. Σμύρνη) · Εγκατάσταση νέων καλωδιακών γραμμών 150 KW και 400 KW · Η αντιστάθμιση αέργου ισχύος στο σύστημα μεταφοράς · Η εγκατάσταση πυκνωτών σε δημόσια κτίρια · Προσφορά κινήτρων στην βιομηχανία για μείωση κατανάλωσης τις ώρες αιχμής Αρκετά από τ’ ανωτέρω ασφαλώς εμπίπτουν στις κανονικές εργασίες συντήρησης και ανανέωσης του δικτύου και δεν αποτελούν μέτρα αντιμετώπισης των αιχμιακών φορτίων. Είναι προφανές ότι το επιτελείο του ΥΠΑΝ απέτυχε να προβλέψει την ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης, η οποία αναπτύσσεται με εκθετικούς ρυθμούς ενώ η πολιτική ηγεσία φοβήθηκε το πολιτικό κόστος, που κατά την εκτίμησή της θα είχε η επιβολή υψηλών τιμολογίων κατά τους θερινούς μήνες. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση από το φθινόπωρο του 2004 είχε στα χέρια της μία λίαν εμπεριστατωμένη και λεπτομερή μελέτη του ΔΕΣΜΗΕ με συγκεκριμένες προτάσεις για μια διαφορετική διαχείριση του συστήματος, με σημαντική αύξηση των τιμολογίων κατά τις ώρες αιχμής και στόχο την εύρυθμο λειτουργία του, ακόμα και με υψηλές θερμοκρασίες, αποφάσισε για δημαγωγικούς κυρίως λόγους ν’ αγνοήσει πλήρως την εισήγηση και να περιορισθεί σε ημίμετρα. Πολύ περιληπτικά οι προτάσεις του ΔΕΣΜΗΕ είχαν ως εξής: (α) Μελέτη και εισαγωγή μέτρων για τον περιορισμό της βραχύβιας θερινής αιχμής κυρίως, βάσει της εμπειρίας άλλων χωρών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα (π.χ. Αυστραλία, Καλιφόρνια, Ιβηρική κλπ) (β) Εισαγωγή διαφοροποιημένων εποχιακών τιμολογίων για τους μήνες Ιούλιο- Αύγουστο με τους υπάρχοντες μετρητές (γ) Εισαγωγή ψηφιακών μετρητών ώστε να διευκολυνθεί η εισαγωγή κλιμακωτών τιμολογίων (δ) Τιμολόγια σύμπτωσης με την αιχμή του συστήματος έτσι ώστε η τιμή της κιλοβατότρας να είναι πολύ υψηλή μόνο κατά τις ώρες αιχμής του συστήματος και συνεπώς οι καταναλωτές, ύστερα από προειδοποίηση να ωθούνται να μειώσουν την κατανάλωσή τους κατά τις ώρες αυτές. (ε) Τιμολόγια ωριακής ζήτησης και πολυζωνικά τιμολόγια (στ) Τιμολόγια με έλεγχο της ζήτησης (αφορά κυρίως επιχειρήσεις και παραγωγικές μονάδες) (ζ) Υιοθέτηση αυστηρών προδιαγραφών στα κλιματιστικά ώστε να αποφευχθεί η εγκατάσταση μονάδων με υψηλό συνημίτονο, που ως γνωστό δημιουργούν υπέρογκη ζήτηση αέργου ισχύος. Εάν είχαν υιοθετηθεί έστω και τα μισά από τα μέτρα που είχε εισηγηθεί τότε ο ΔΕΣΜΗΕ, σήμερα δεν θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, παρατηρούν μηχανικοί με εμπειρία λειτουργίας τους συστήματος της ΔΕΗ. Οι ίδιοι παρατηρούν ότι η λύση του προβλήματος εστιάζεται στην πρόβλεψη και αποτροπή της υπέρμετρης αύξησης της κατανάλωσης και όχι στην εξεύρεση ευκαιριακών λύσεων για την ικανοποίησή της. Ασφαλώς και πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για την προσφορά επαρκών ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο με ενίσχυση της υπάρχουσας υποδομής, την κατασκευή νέων σταθμών και την αντικατάσταση παλαιών. Αλλά και εδώ υπήρξε πλήρης κυβερνητική αποτυχία αφού κατά τα τρία τελευταία χρόνια δεν έχει κατασκευασθεί ούτε μία νέα μεγάλη μονάδα παραγωγής. Όλες οι μονάδες που τέθηκαν σε λειτουργία (Ήρων, ΕΛΠΕ, Λαύριο 5) είχαν προγραμματισθεί πολύ πριν το 2004. «Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ουδέποτε μπόρεσε ν’ αντιληφθεί την ουσία, το μέγεθος και την δυναμική του προβλήματος με αποτέλεσμα για την αντιμετώπισή του να λαμβάνει πυροσβεστικά μέτρα κυριολεκτικά στο παραπέντε» παρατηρούν οι ανώτεροι παράγοντες. Έτσι το τελευταίο διάστημα και παρά το γεγονός ότι ήτο γνωστές από καιρό οι υψηλές θερμοκρασίες του θέρους δεν έγινε ουδεμία συντονισμένη προσπάθεια, κανένας έγκαιρος προγραμματισμός για δημιουργία κινήτρων που θα ωθήσουν μεγάλους και μικρούς καταναλωτές να περιορίσουν την κατανάλωσή τους, ουδεμία πανεθνική και καλά οργανωμένη καμπάνια ενημέρωσης του κοινού και των επιχειρήσεων. Αυτό που φάνηκε ξεκάθαρα φέτος ήτο η απουσία σωστού μάνατζμεντ και κινήσεις πανικού της τελευταίας στιγμής, με τον υπουργό Ανάπτυξης να μοιράζει φυλλάδια στην πλατεία Συντάγματος εν μέσω καύσωνος και να εκλιπαρεί τους καταναλωτές να μην χρησιμοποιούν τα κλιματιστικά τους. Και μη χειρότερα! Σε μία σύγχρονη και τεχνολογικά προηγμένη χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, η οποία συμμετέχει στην Ευρωζώνη και προάγει την κοινωνία της γνώσης, η παροχή συνεχούς και καλής ποιότητας ηλεκτρικής ενέργειας 365 μέρες το χρόνο, με τις δεδομένες κλιματολογικές συνθήκες της γεωγραφικής περιοχής μας, είναι αυτονόητη. Από την άλλη πλευρά, είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο ότι με την αύξηση του ΑΕΠ θα αυξάνεται και η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας (ο μέσος Έλληνας διαθέτει πλέον δύο πλήρως εξοπλισμένα σπίτια και δύο αυτοκίνητα). Οι θερμοκρασιακές αιχμές των 40º και 45º C βαθμών σχεδόν κάθε καλοκαίρι είναι απόλυτα προβλέψιμες και αναμενόμενες διότι αυτό είναι το κλίμα της χώρας τα τελευταία 150 χρόνια. Επιπλέον λόγω του φαινομένου του θερμικών νησίδων τα αστικά κέντρα εκεί παρουσιάζονται υψηλότερες θερμοκρασίες κατά 4-5º C. Άρα είναι εξαιρετικά ανέντιμο να καλλιεργείται από την πολιτική ηγεσία το βολικό (για αυτήν) αλλά έωλο επιχείρημα, περί επαναλαμβανόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων. Η πραγματικότητα είναι ότι οι υψηλές θερμοκρασίες δεν είναι ούτε σπάνιες ούτε ασυνήθιστες για αυτή την γωνιά του πλανήτη. Η άλλη απλή αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος αποζητά πλέον μεγαλύτερες ανέσεις στην εργασία και στο σπίτι και με τους ρυθμούς της ζωής να έχουν αλλάξει ριζικά η αντιμετώπιση των υψηλών θερμοκρασιών δεν είναι δυνατή χωρίς κλιματισμό. Και η τάση θα είναι για ακόμα μεγαλύτερη θερμική άνεση στους εσωτερικούς χώρους χειμώνα- καλοκαίρι. Η αδυναμία της κυβέρνησης αφ’ ενός μεν να κατανοήσει και ν’ αναλύσει επαρκώς τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, και αφ’ ετέρου να μελετήσει και να υιοθετήσει αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένης και της επιβαλλόμενης αλλαγής στην συμπεριφορά των καταναλωτών (κυρίως μέσω τιμολογιακών κινήτρων και ενημέρωσης) υποσκάπτει την αξιοπιστία της χώρας και κάνει την καθημερινή ζωή ολοένα και πιο δύσκολη. Το ενεργειακό έμφραγμα του φετινού καλοκαιριού ας ελπίσουμε ότι θα γίνει μάθημα ώστε η επόμενη κυβέρνηση να λάβει εγκαίρως τα σωστά μέτρα. Αφού προηγουμένως ενδιαφερθεί να μάθει τα στοιχειώδη για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και αναπτύσσεται η αγορά.