Eξ αιτίας της κρίσης και των Μνημονίων και όχι χάρη στη λήψη μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, μειώθηκε η κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα, το 2017, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, με τη στατιστική υπηρεσία της ΕΕ να διαπιστώνει σημαντική απόκλιση από τους στόχους που έχουν τεθεί για το 2020. 

Συγκεκριμένα το 2017, η κατανάλωση ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνέχισε να αυξάνεται, για τρίτο κατά σειρά έτος, με αποτέλεσμα να υπάρξει χάσμα σε σχέση με την επίτευξη των στόχων για την ενεργειακή αποδοτικότητα. Αναλυτικά, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας ανήλθε σε 1.561 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμο πετρελαίου (Mtoe), ενώ η τελική κατανάλωση ενέργειας ανήλθε σε 1.222 Mtoe. 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΕ έχει θέσει ως δεσμευτικό στόχο για την ενεργειακή αποδοτικότητα, τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20% έως το 2020. Το έτος εκείνο η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας θα πρέπει να ανέρχεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε 1.483 Mtoe και η τελική κατανάλωση ενέργειας να μην υπερβαίνει τους 1.086 Mtoe. Η αναθεωρημένη οδηγία για την ενεργειακή αποδοτικότητα προβλέπει ως νέο στόχο ενεργειακής αποδοτικότητας για το 2030 την κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας που να μην υπερβαίνει τα 1.273 Mtoe και την τελική κατανάλωση ενέργειας που να μην υπερβαίνει τους 956 Mtoe, δηλαδή μείωση κατά 32,5%. Όμως, το 2017 η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ ήταν 5,3% υψηλότερη από το στόχο του 2020, ο οποίος έχει οριστεί με έτος αναφοράς το 1990. 

Επίσης, το ανώτατο όριο απόκλισης από τους στόχους, σημειώθηκε το 2006 καθώς υπήρξε κατανάλωση 1.729 Mtoe, που αντιπροσωπεύει χάσμα της τάξης του 16,6% έναντι του στόχου για το 2020. Αντιθέτως, το 2014, σημειώθηκε το χαμηλότερο ποσοστό απόκλισης αφού ανήλθε σε 1.511 Mtoe, αντιπροσωπεύοντας χάσμα της τάξης του 1,9% από τον ίδιο στόχο.

Την τελευταία τριετία, χάρη στους ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ, η κατανάλωση αυξήθηκε σε 1.537 Mtoe, το 2015, σε 1.547 Mtoe, το 2016 και σε 1.561 Mtoe, το 2017. Αναφορικά με την τελική κατανάλωση ενέργειας κατά το 2017, αυτή διαμορφώθηκε κατά 3,3% υψηλότερα έναντι του στόχου για το 2020. 

Η τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ κορυφώθηκε το 2006, αφού ανήλθε σε 1.195 Mtoe για να μειωθεί εκ νέου κατά 0,6% ετησίως, μεταξύ 2006 και 2017 και να διαμορφωθεί σε 1.122 Mtoe.

Το 2017, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σε οκτώ κράτη μέλη: την Εσθονία (-4,2%), το Ηνωμένο Βασίλειο (-1.6%), την Ιρλανδία (-1.4%), τη Σουηδία (-1.6%), τη Φινλανδία (-1,2%), τις Κάτω Χώρες (-0,5%), τη Γαλλία (-0,3%). Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Μάλτα (+ 12,9%) ενώ ακολουθούν η Ρουμανία (+ 5,8%), η Ισπανία (+ 5,4%) και η Σλοβακία (+ 5,1%).

Μεταξύ των 25 κρατών μελών που μειώθηκε η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας τη χρονική περίοδο 2006 - 2017, συμπεριλαμβάνονται η Ελλάδα (-2,4% κατ’ έτος) και η Λιθουανία (-2,2% κατ’ έτος). Η κατανάλωση αυξήθηκε στην Εσθονία, την Πολωνία και την Αυστρία, ενώ η τελική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε στο Βέλγιο και αυξήθηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, στην Σλοβακία, το 2017.