Του Νίκου Νικολάου
Επειδή άρχισαν και εφέτος οι ετήσιοι «κλαυθμοί και οδυρμοί» του λαϊκού Τύπου και των καναλιών για τις συγκρατημένες αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος που ανακοίνωσε η ΔΕΗ, είναι χρήσιμο να δούμε με περισσότερη νηφαλιότητα τα συγκεκριμένα δεδομένα του προβλήματος. Αναμφίβολα, καμία αύξηση στις λεγόμενες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ενέργεια, συγκοινωνίες κ.λπ.) δεν είναι ευχάριστη και ασφαλώς επιβαρύνει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ιδιαίτερα στα φτωχά νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά πάλι οι δημόσιες επιχειρήσεις που προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες, πρέπει να κάνουν συνεχείς προσπάθειες, για να μειώσουν το κόστος τους, ώστε να είναι βιώσιμες. Διαφορετικά τις φθηνές υπηρεσίες που προσφέρουν στο κοινό οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις τις πληρώνει ο φορολογούμενος που επιδοτεί τις χαμηλές τιμές. Και επειδή η φορολογία πλήττει επίσης όλα τα νοικοκυριά και ιδιαίτερα τα πιο φτωχά μέσω της επιβάρυνσής τους με έμμεσους φόρους, πρέπει με μεγάλη προσοχή να οριοθετούμε την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από τις δημόσιες επιχειρήσεις. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ΔΕΗ είναι στο Χρηματιστήριο, έχει ιδιώτες μετόχους σε ποσοστό άνω του 40% και δεν μπορεί συνεπώς να αδιαφορεί για την κερδοφορία της. Τώρα, όσον αφορά αυτές καθ’ αυτές τις αυξήσεις που από σήμερα θα πληρώνουν οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος (2,6% για χαμηλές καταναλώσεις μέχρι 800 κιλοβάτ και 3,8% για τις μεγαλύτερες), πρέπει να σημειώσουμε και τις εξής παραμέτρους: Με βάση τελευταία στοιχεία της κοινοτικής υπηρεσίας Eurostat, κατά τον Ιανουάριο 2007 η βασική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος νοικοκυριών, μη συμπεριλαμβανομένων των φόρων και άλλων επιβαρύνσεων, ήταν 6,61 ευρώ ανά 100 kWh στην Ελλάδα έναντι των 11,72 ευρώ που ήταν η μέση τιμή την οποία κατέβαλαν κατά μέσο όρο τα νοικοκυριά στις 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δηλαδή, το ελληνικό νοικοκυριό πληρώνει το ηλεκτρικό ρεύμα σε τιμή που αντιστοιχεί στο 56,4% της τιμής που αντιστοιχεί στο μέσο νοικοκυριό της Ε.Ε. των «27». Η ανωτέρω τιμή ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η χαμηλότερη που καταγράφεται ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λεττονία, Εσθονία) και τη γειτονική Βουλγαρία. Σύμφωνα με την ίδια πηγή (Eurostat: Statistics in focus 80/2007 της 8-6-2007), με βάση τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος υπολογισμένων σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Standards), που εκμηδενίζει τις συναλλαγματικές διαφορές μεταξύ των χωρών, τον Ιανουάριο 2007 το μέσο ελληνικό νοικοκυριό κατέβαλε ανά 100 kWh 8,13 ευρώ, που ήταν η χαμηλότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος μεταξύ και των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε. Τα ανωτέρω στοιχεία υποδηλώνουν ότι η ΔΕΗ παρέχει την ηλεκτρική ενέργεια προς τα ελληνικά νοικοκυριά στις χαμηλότερες τιμές σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακόμη και έναντι εκείνων που έχουν χαμηλότερο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης και αγοραστικής δύναμης ανά νοικοκυριό. Παράλληλα, οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος για βιομηχανικούς καταναλωτές στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες που καταγράφονται μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπογραμμίζεται ότι οι ετήσιες αναπροσαρμογές των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας στη διάρκεια των τελευταίων ετών υστερούν αισθητά έναντι των σημαντικών ετήσιων αυξήσεων για δαπάνες καυσίμων και αγοράς ενέργειας. Πρέπει, ακόμη, να σημειώσουμε ότι οι φουσκωμένοι λογαριασμοί που πληρώνουν στη ΔΕΗ οι καταναλωτές οφείλονται και στο ότι συνεισπράττονται μαζί οι φόροι υπέρ των δήμων, το χαράτσι για την ΕΡΤ κ.λπ. Ολα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι η ΔΕΗ δεν πρέπει να μειώσει το κόστος παραγωγής κυρίως με αναδιοργάνωση και περιορισμό των προσλήψεων. (Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 01/08/2007)