Η Ανάγκη για μία Εθνική Ενεργειακή Πολιτική και ο «Ελέφαντας στο Δωμάτιο»!

Η Ανάγκη για μία Εθνική Ενεργειακή Πολιτική και ο «Ελέφαντας στο Δωμάτιο»!
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 20 Φεβρουαρίου 2019 - 18:37

H ανάγκη για τη δημιουργία μιας ενεργειακής στρατηγικής, σε εθνικό επίπεδο, αποτελεί ύψιστο καθήκον της Πολιτείας, τόσο σε επίπεδο διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού, όσο και σε επίπεδο άσκησης της οικονομικής πολιτικής, καθώς είναι αυταπόδεικτο πως ο τομέας της ενέργειας είναι, σήμερα, μακράν ο πιο παγκοσμιοποιημένος στη διεθνή οικονομική κλίμακα. Με σχόλιό του, το Energia.gr αναφέρεται στο καίριο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας, στο πλαίσιο της κατάρτισης του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού της Ελλάδος από την Εθνική Επιτροπή για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που ολοκληρώθηκε στα τέλη Ιανουαρίου και κατατέθηκε από το ΥΠΕΝ, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σήμερα η Ελλάδα εμφανίζεται ως μία από τις πλέον εξαρτώμενες από ενεργειακές εισαγωγές χώρες της ΕΕ, αφού η ενεργειακή της εξάρτηση φθάνει το 73,6% (στοιχεία Eurostat 2017), τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, επίσης υψηλός, φθάνει στο μόλις, 54%.  

Βάσει των προβλέψεων του ΕΣΕΚ για την ενεργειακή ζήτηση και προσφορά, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, έως το 2040, διαμορφώνεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και δεν υποχωρεί χαμηλότερα από το 72,0%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η χώρα, θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από τις υψηλές εισαγωγές καυσίμων, κάτι που έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και ευρύτερα, στην τόνωση της επιχειρηματικότητας και οικονομικής ανάπτυξης.

Όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του ελληνικού ενεργειακού ισοζυγίου και όπως αναλύονται λεπτομερώς στην Ετήσια Έκθεση 2019 για τον Ελληνικό Ενεργειακό Τομέα του ΙΕΝΕ, που μόλις εκδόθηκε, η χώρα εξαρτάται, τα τελευταία χρόνια, σταθερά σε ποσοστό που αγγίζει το 99,5%, από τις εισαγωγές πετρελαίου και κατά το 100% από εισαγωγές  φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα η συνολική τελική ενεργειακή κατανάλωση (TFC) να κυριαρχείται από ενεργειακές εισαγωγές κατά 65,0%. Παρά τις απόπειρες διαφοροποίησης του ενεργειακού ισοζυγίου, με την εισαγωγή των εγχώριων ΑΠΕ, το ποσοστό  που καλύπτουν, σήμερα, δεν υπερβαίνει το 16,% της τελικής ενεργειακής ζήτησης.

Είναι ηλίου φαεινότερο πως για να αντιστραφεί η δυσμενής αυτή κατάσταση, θα πρέπει να μειωθεί ραγδαία, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας.

Όπως τονίζεται στη πρόσφατη μελέτη του ΙΕΝΕ για την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας (Έκθεση του IENE: “Η Ενεργειακή Ασφάλεια της Ελλάδας και Προτάσεις για την Βελτίωσή της”), τούτο μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν υπάρξει ταυτόχρονα μια υπολογίσιμη αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου, με παράλληλη μείωση των εισαγωγών υδρογονανθράκων και μεγάλης κλίμακας αξιοποίηση των ΑΠΕ.

Ολόκληρο το σχόλιο του Energia.gr μπορείτε να διαβάσετε στον κάτωθι σύνδεσμο: 

https://www.energia.gr/article/152024/energeiakh-exarthsh-h-ahilleios-pterna-ths-ellados

Η ετήσια Έκθεση του ΙΕΝΕ για την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην πλήρη απουσία οιασδήποτε αναφοράς, στο ΕΣΕΚ, στον καίριο ρόλο των υδρογονανθράκων στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Ενώ είναι αναμφισβήτητο το ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, που εισάγονται σε συντριπτικά ποσοστά, (99%) και καλύπτουν το 67% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, εν τούτοις, δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη στον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της Ελλάδος, από την άποψη της διαχείρισής τους, καθώς θα επιχειρείται η μείωση του μεριδίου τους στο ενεργειακό μίγμα.

Αυτό συμβαίνει, κατά τους συντάκτες της Έκθεσης του ΙΕΝΕ,  επειδή το ΕΣΕΚ ασχολείται αποκλειστικά με τη μείωση των εκπομπών ρύπων, με το στόχο να είναι η υποχώρησή τους κατά 37%, έως το 2030, τον διπλασιασμό του μεριδίου των ΑΠΕ, στο 32%, την εξοικονόμηση τηςε συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης κατά 33% και τέλος, την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.

Το "ειρωνικό" στην όλη υπόθεση είναι το ότι στα σενάρια για τη μελλοντική ενεργειακή ζήτηση και προσφορά που αναφέρονται στο ΕΣΕΚ και έχουν επεξεργαστεί από το ΚΑΠΕ, το 2030, η συμμετοχή των υδρογονανθράκων στην τελική κατανάλωση μειώνεται οριακά, στο 63,15%, με το ποσοστό της πτώσης τους να διαμορφώνεται στο 60,8%, το 2040.

Αυτό σημαίνει πως παρά τις προσπάθειες που θα καταβάλλονται για την μεγιστοποίηση της διείσδυσης ων ΑΠΕ και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, η ενεργειακή οικονομία της χώρας θα εξακολουθεί να κυριαρχείται από τους υδρογονάνθρακες, χάρη στη ραγδαία άνοδο της συμμετοχής του φυσικού αερίου που θεωρείται ως το καύσιμο-γέφυρα,  στην ηλεκτροπαραγωγή και στην οικιακή και εμπορική κατανάλωση. Ταυτόχρονα, ο συντριπτικός όγκος των κυκλοφορούντων οχημάτων θα διαθέτουν κινητήρες εσωτερικής καύσης, καθώς η ηλεκτροκίνηση θα εξακολουθεί να αποτελεί μακρινό όνειρο, εξαιτίας της έλλειψης υποδομών.

Είναι δε χαρακτηριστικό της "ειρωνίας", το γεγονός ότι το ΕΣΕΚ δεν προβλέπει, αλλά ούτε θέτει στόχους για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που μπορεί να παράξει η Ελλάδα την προσεχή 20ετία ή 30ετία, κάτι που μπορεί να επιλύσει, αυτομάτως, ένα μεγάλο τμήμα του προβλήματος που ακούει στο όνομα «ενεργειακή εξάρτηση».

Σημαντική είναι, επίσης, η παράλειψη, στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ, του σημαντικού συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας στον τομέα της διύλισης, χάρη στις επενδύσεις και στις καινοτομίες που έχουν εισαχθεί στον κλάδο, τα τελευταία χρόνια, πράγμα που του επιτρέπει να εξάγει το 60% της συνολικής παραγωγής του.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της Έκθεσης του ΙΕΝΕ, το ΕΣΕΚ «ακολούθησε κατά γράμμα τις προδιαγραφές της Κομισιόν και ως εκ τούτου, αποφεύγει να αναφερθεί στον «ελέφαντα στο δωμάτιο», που είναι οι υδρογονάνθρακες και την προτεινόμενη διαχείρισή τους κατά τα επόμενα 20 κρίσιμα, χρόνια της ενεργειακής μετάβασης προς όφελος της οικονομίας και των καταναλωτών».

Το συμπέρασμα που εξάγεται ακόπως είναι το ότι το ΕΣΕΚ αγνοεί, παρά την επιστημονική επάρκεια και επαγγελματισμό των συντακτών του, το 67% της ενεργειακής οικονομίας της χώρας και συνεπώς, δεν μπορεί να συνιστά καθαυτό, εθνική ενεργειακή πολιτική.