Του Κ.Ν. Σταμπολή
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι τα τελευταία χρόνια, ευρισκόμεθα αντιμέτωποι με μία κατάσταση αβεβαιότητας σε ότι αφορά την ηλεκτροδότηση της χώρας. Όσοι εργαζόμεθα στο κέντρο της πόλης τις ζεστές ημέρες έχουμε μάθει ν’ αποφεύγουμε τους ανελκυστήρες από κίνδυνο μην εγκλωβιστούμε λόγω διακοπής ρεύματος, λειτουργούμε απαραιτήτως τους υπολογιστές με μονάδες UPS, έχουμε πρόχειρα κεριά και φακούς και γενικά είμεθα προσεκτικοί στις κινήσεις μας ώστε ν’ αποφύγουμε δυσάρεστες καταστάσεις. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, πολλές επιχειρήσεις, βιομηχανίες και αγροκτήματα περιορίζουν σημαντικά την παραγωγική τους δραστηριότητα, μετά παρότρυνση της ΔΕΗ, ώστε να περιοριστεί η κατανάλωση. Όπως εξηγήσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας στην «Κ» (29/10) ένας από τους βασικούς λόγους για τη προβληματική κατάσταση στην ηλεκτροδότηση κατά τις θερμές ημέρες είναι τα αιχμιακά φορτία τα οποία δημιουργούνται λόγω της αλόγιστης εγκατάστασης και χρήσης κλιματιστικών μονάδων ο αριθμός των οποίων αυξάνεται κατακόρυφα κάθε χρόνο με αποτέλεσμα να προστίθεται νέα καταναλωτική ισχύς. Μάλιστα λόγω έλλειψης στοιχείων η ΔΕΗ αδυνατεί να προβλέψει την ετήσια επιβάρυνση του δικτύου και επομένως να ρυθμίσει καταλλήλως το ηλεκτρικό δίκτυο. Πέρα όμως από τα αιχμιακά φορτία, τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν εάν υπήρχε στοιχειώδης και έγκαιρη αφύπνιση του καταναλωτικού κοινού, παρατηρείται μία σταθερή ετήσια αύξηση της ηλεκτρικής ζήτησης της τάξης του 3.0- 3.5% που θεωρείται από τους πλέον υψηλούς ρυθμούς στην Ευρώπη. Να σημειώσουμε ότι στην δεκαετία του ‘90 η αύξηση της ζήτησης ήτο ακόμη υψηλότερη στα 4.0- 4.5% κατ’ έτος. Οι λόγοι που ενισχύουν την κατανάλωση έχουν να κάνουν με την αύξηση της ζήτησης από τα νοικοκυριά λόγω της πληθώρας των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών που εγκαθιστώνται συνεχώς (τηλεοράσεις, video, computers, ψυγεία), την αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών (π.χ. δεύτερη ή και τρίτη κατοικία, νέα νοικοκυριά από οικονομικούς μετανάστες κτλ) και τον μεγαλύτερο χρόνο που αφιερώνει ο μέσος άνθρωπος εντός της κατοικίας ή στον χώρο εργασίας του με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Μέχρι πρόσφατα την αποκλειστική ευθύνη για ν’ αντιμετωπισθούν οι αυξανόμενες ανάγκες της χώρας σε ηλεκτρισμό την είχε η ΔΕΗ, η οποία μέσω της Διεύθυνσης Προγραμματισμού, εκπονούσε τις απαραίτητες μελέτες και εισηγήτο στην διοίκηση της Επιχείρησης για τις νέες μονάδες που έπρεπε να δρομολογηθούν . Έτσι κατασκευάστηκαν όλες οι μεγάλες λιγνιτικές μονάδες, τα υδροηλεκτρικά έργα και οι πρώτες μονάδες φυσικού αερίου (Λαύριο, Αγ. Γεώργιος, Κομοτηνή) ενώ επετεύχθη ο εξηλεκτρισμός όλης της χώρας με δυσανάλογο πολλές φορές κόστος (κυρίως στη νησιωτική χώρα). Το μοντέλο όμως αυτό καταργήθηκε ουσιαστικά από το 2003 οπότε και ίσχυσε η νέα Κοινοτική Οδηγία (2003/54/EC) η οποία προβλέπει την μετάβαση σ’ ένα νέο απελευθερωμένο καθεστώς όπου στην αγορά συμμετέχουν και άλλοι πέραν του ενός παίκτου και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παύει να είναι το μονοπώλιο μιας (συνήθως κρατικής) εταιρείας. Πράγματι εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα αρχίζει η δραστηριοποίηση του ανεξάρτητου Διαχειριστή του Ελληνικού Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΣΜΗΕ) ενώ από το 2001 είχε δημιουργηθεί και η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) η οποία και έχει την ευθύνη για την εύρυθμο λειτουργία όλου του ενεργειακού τομέα της χώρας. Έτσι ο προγραμματισμός για το σύνολο της ηλεκτρικής αγοράς μεταφέρθηκε από τη ΔΕΗ στον ΔΕΣΜΗΕ, υπό την επίβλεψη της ΡΑΕ και πάντα υπό τον σφικτό εναγκαλισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ). Η ΔΕΗ έτσι περιορίστηκε στον προγραμματισμό των δικών της μόνο δραστηριοτήτων. Τόσο η ΡΑΕ όσο και ο ΔΕΣΜΗΕ αλλά και το ΥΠΑΝ υποτίθεται ότι θα μεριμνούσαν για την ομαλή μετάβαση στην νέα απελευθερωμένη και ανταγωνιστική αγορά. Όμως οι πολιτικές δεσμεύσεις (βλέπε ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ) και μια βαθιά ριζωμένη κρατικιστική αντίληψη περί λειτουργίας της αγοράς από τα δύο μεγάλα κόμματα ακύρωσαν στην πράξη την διαδικασία απελευθέρωσης δημιουργώντας μία σειρά από εμπόδια που αποθάρρυναν τους όποιους σοβαρούς παίκτες να επενδύσουν, να κατασκευάσουν νέες μονάδες και να πάρουν το οικονομικό ρίσκο συμμετοχής τους σε μία αγορά η οποία κυριαρχείτο από την ΔΕΗ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο άκρως γραφειοκρατικός και άχρηστος εν τέλει διαγωνισμός του ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2006 μετά από διετή προετοιμασία, με στόχο την προσέλκυση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων στην ηλεκτροπαραγωγή. Ο διαγωνισμός εστέφθηκε με πλήρη αποτυχία αφού μία από τις πιο σοβαρές εταιρείες στον τομέα της ιδιωτικής ηλεκτροπαραγωγής γύρισε την πλάτη στον ΔΕΣΜΗΕ. Ο όμιλος Μυτιληναίος, δεν έλαβε καν μέρος ενώ μία επίσης σημαντική εταιρεία στο χώρο, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή ενώ έλαβε μέρος, αποφάσισε τελικά να κινηθεί ανεξάρτητα μην περιμένοντας καν τ’ αποτελέσματα, και να ξεκινήσει την κατασκευή μιας μεγάλης θερμικής μονάδος εκτός διαδικασιών του εν λόγω διαγωνισμού. Έτσι η σημερινή κατάσταση από άποψη προγραμματισμού για την κατασκευή νέων μονάδων που χρειάζεται το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας για να λειτουργεί ικανοποιητικά και να μπορεί ν’ ανταποκρίνεται στις αυξημένες ανάγκες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: (α) Λόγω της κακοδαιμονίας και εσωστρέφειας που επικράτησε την περίοδο 2002-2006, δεν προβλέφθηκε η κατασκευή νέων μονάδων (πέραν του Λαυρίου Νο. 5 της ΔΕΗ) με αποτέλεσμα το Α’ εξάμηνο του 2007 να μην μπορέσει να ενταχθεί ούτε μία νέα μονάδα στο σύστημα, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. (β) Την άνοιξη του 2007, μετά την αποτυχία του διαγωνισμού του ΔΕΣΜΗΕ, οι ιδιώτες παραγωγοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και ανακοινώνουν επενδύσεις με την κατασκευή νέων θερμικών μονάδων η ολοκλήρωση και ένταξη των οποίων όμως θα γίνει το 2009 (βλέπε πίνακα). Παράλληλα η ΔΕΗ, αφού ξεπέρασε πολλά νομικά εμπόδια, προχώρησε στην ανάθεση της κατασκευής της νέας μονάδας φ. αερίου στο Αλιβέρι η οποία όμως και αυτή δεν θα είναι έτοιμη πριν τις αρχές του 2010. (γ) Από τώρα μέχρι το καλοκαίρι του 2009 δεν προβλέπεται η ένταξη ούτε μίας νέας μεγάλης μονάδας στο διασυνδεδεμένο σύστημα, (πλην μερικών αιολικών πάρκων με ισχύ που δεν προβλέπεται να ξεπεράσει τα 400 MW, οι οποίες κατ’ ουδένα τρόπο μπορούν να καλύψουν φορτία βάσης) με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 2008 να φαντάζει ακόμα πιο άσχημο από το φετινό. Η δε ένταξη της μονάδας συμπαραγωγής (330 MW) του Ομίλου Μυτιληναίος το φθινόπωρο εφέτος μπορεί μικρή μόνο ανακούφιση να προσφέρει στο σύστημα, αφού κυρίως θα λειτουργεί για την κάλυψη των αναγκών του εργοστασίου Αλουμινίου και θα εγχύει ηλεκτρική ενέργεια στο σύστημα σε σπάνιες περιπτώσεις. Σύμφωνα με πηγές της ΔΕΗ η κατάσταση από πλευράς ευστάθειας και επάρκειας του δικτύου αναμένεται να βελτιωθεί στο 2008, παρά το γεγονός ότι δεν θα προστεθεί νέα παραγωγική ισχύς, λόγω του ότι θα έχουν ολοκληρωθεί εν τω μεταξύ νέες διασυνδέσεις με τα Σκόπια και την Τουρκία. Πιο συγκεκριμένα θα αναβαθμισθεί η ηλεκτρική διασύνδεση με την FYROM λόγω μετατροπής της υπάρχουσας διασύνδεσης από 150 KV σε 400 KV ενώ με την Τουρκία, από τις αρχές του 2008, θα λειτουργεί καλωδίωση 400 KV πράγμα που σημαίνει ότι θα ενισχυθεί η δυνατότητα εισαγωγών κατά 2.000 MW. Έτσι ενισχύονται σημαντικά οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας από Βορρά, Ανατολή και Δύση με το συνολικό δυναμικό πλέον ν’ αγγίζει τα 3.500-4.000 MW (λειτουργούν ήδη διασυνδέσεις με Ιταλία και Βουλγαρία).