Της Δήμητρας Κατραμάδου
Η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου -στη Νέα Υόρκη- στα 78,77 δολάρια το βαρέλι την εβδομάδα που πέρασε, ήτοι σε νέα επίπεδα ρεκόρ από την έναρξη της διαπραγμάτευσης συμβολαίων του προϊόντος, ακολούθησε τις πρόσφατες εκτιμήσεις διακεκριμένου αναλυτή της Goldman Sachs για την εκτίναξή τους στα 95 ίσως και στα 100 δολάρια το βαρέλι κατά τη διάρκεια του Αυγούστου. Καθώς διανύουμε ακόμη την πρώτη εβδομάδα του μηνός, είναι νωρίς να καταλήξουμε στο αν η αμερικανική επενδυτική τράπεζα θα δικαιωθεί ή όχι. Η κατάσταση στις διεθνείς αγορές είναι εξόχως ρευστή, με τα κερδοσκοπικά κεφάλαια -και όχι μόνον- να επαναξιολογούν τους κινδύνους, ενώ και στη φυσική αγορά του προϊόντος, η εικόνα είναι συγκεγχυμένη. Και αυτό, διότι σε ό,τι αφορά στις τελικές τιμές των προϊόντων του πετρελαίου (βενζίνη, κηροζίνη, κ.α) καίριο ρόλο διαδραματίζουν και τα διυλιστήρια. Το μόνο το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε μετά βεβαιότητος, είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι τιμές του πετρελαίου εκτινάσσονται για να διορθώσουν και διορθώνουν για να σημειώσουν νέα άνοδο, που τις οδηγεί σε νέα ρεκόρ. Στη φυσική αγορά του προϊόντος, οι εξελίξεις διαγράφονται μέχρι στιγμής ως εξής: Ο ΟΠΕΚ, από τον οποίο υποστηρίζεται ότι θεμιτές είναι οι τιμές του «μαύρου χρυσού» ανάμεσα στα 60 και τα 65 δολάρια το βαρέλι, είχε αποφασίσει το 2006 να μειώσει τις ημερήσιες εξαγωγές του κατά 1,7 εκατομμύρια βαρέλια, ώστε οι τιμές να διατηρηθούν τουλάχιστον στα 60 δολάρια. Εκτοτε, πολλά άλλαξαν, με τις τιμές του πετρελαίου να σημειώνουν από τις αρχές του έτους φέτος άνοδο της τάξεως του 56%. Ωστόσο, το πετρέλαιο, με το οποίο προμήθευσε ο Οργανισμός των κρατών, από όπου προέρχεται το 41% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, τη διεθνή αγορά τις τέσσερις εβδομάδες έως και την 21η Ιουλίου ανήλθε στο μέσο ημερήσιο όρο των 24,08 εκατ. βαρελιών. Τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες, έως τις 18 Αυγούστου, ο μέσος ημερήσιος όρος των εν λόγω προμηθειών αναμένεται μειωμένος στα 23,99 εκατομμύρια βαρέλια. Παρόλα αυτά, από το διεθνή Οργανισμό υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να βοηθήσει στην εκτόνωση των ανοδικών πιέσεων στις τιμές του πετρελαίου, καθώς δεν υφίσταται θέμα έλλειψης του φυσικού προϊόντος. Με την παγκόσμια οικονομία να αναπτύσσεται όμως με ταχύτατους ρυθμούς -τους οποίους το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναβάθμισε προ εβδομάδος στο ετήσιο 5,2% για το 2007 και εκ νέου το 2008, έναντι αρχικών εκτιμήσεων της τάξεως του 4,9% αντιστοίχως- οι εκτιμήσεις αναφέρονται στη συνεχή αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας ευρύτερα και φυσικά και του πετρελαίου. Στην αγορά των συμβολαίων του προϊόντος, η δραστηριότητα των κερδοσκοπικών κεφαλαίων είναι εντονότατη, εν μέσω της τεράστιας, διαθέσιμης τα τελευταία χρόνια ρευστότητας. Ως γνωστόν, μάλιστα, οι πετρελαιοπαγωγοί χώρες αποδίδουν την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου σε αυτήν τη δραστηριότητα και «νίπτουν τα χείρας», επωφελούμενες και οι ίδιες όμως από τις υψηλές αυτές τιμές. Την ίδια ώρα δηλώνουν ότι επιθυμούν τη διατήρηση ισορροπιών, οι οποίες «προστατεύουν» τη ζήτηση. Την εβδομάδα που πέρασε και μετά το νέο ρεκόρ των πετρελαϊκών τιμών, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες, έσπευσε να δηλώσει ότι οι τιμές του προϊόντος «οδεύουν κατευθείαν στα 100 δολάρια το βαρέλι». Οι εκτιμήσεις στελεχών του πετρελαϊκού κλάδου, όπως του Σερ Μπιλ Γακμέλ, διευθύνοντος συμβούλου της πετρελαϊκής Cairn Energy, είναι ότι οι τιμές του πετρελαίου θα φθάσουν στα 100 δολάρια το βαρέλι, στον ορίζοντα όμως της επόμενης πενταετίας. Ο σερ Μπιλ κάνει λόγω για τον ουσιαστικότερο ίσως από τους παράγοντες διαμόρφωσης των τιμών, ήτοι για τη σχέση προσφοράς και ζήτησης. Εκτίμησή του είναι ότι η ζήτηση στο μέλλον θα υπολείπεται επικίνδυνα οριακά της προσφοράς. Και ενώ οι πετρελαϊκοί κολοσσοί εξαπολύονται στο κυνήγοι νέων... θησαυρών, ο εντοπισμός τους και η δυνατότητα εκμετάλλευσης αποτελούν το μεγάλο ερώτημα για αυτό, το ορατό μέλλον του «ορίζοντα πενταετίας». (Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 05/08/2007)