Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, και κυρίως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η ενεργειακή ανεπάρκεια, για την κάλυψη της οποίας απαιτείται η σύναψη οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με επαχθείς πολλές φορές όρους από οικονομική άποψη. Προβλήματα επάρκειας -οριακά- αντιμετώπισε και η χώρα μας, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, χωρίς όμως να δημιουργηθούν ανυπέρβλητα προβλήματα. Στις αρχές του τρέχοντος έτους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη σε ανάλυση μιας νέας ενεργειακής πολιτικής για την προώθηση της οποίας συνέταξε σχέδιο δράσης, δηλαδή μια δέσμη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη μετατροπή της Ε.Ε. σε μια δυναμική απελευθερωμένη αγορά και σε μια οικονομία χαμηλών ρύπων, μέσω μιας νέας βιομηχανικής επανάστασης. Η Επιτροπή επεσήμανε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ρύπων προέρχονται από την ενέργεια και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πλέον εμφανείς. Παράλληλα, η επάρκεια του ενεργειακού εφοδιασμού δεν είναι δεδομένη, ενώ απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στην αγορά ενέργειας, το οποίο θα επιτρέψει την ανάπτυξη επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Με βάση την ανάγκη προστασίας του κλίματος, της διασφάλισης του εφοδιασμού και της οικονομικής ανάπτυξης, πρότεινε την ανάληψη μονομερούς δέσμευσης από την πλευρά της Ε.Ε. για τον περιορισμό κατά 20% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2020 και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη διεθνούς συμφωνίας με σκοπό την αντίστοιχη μείωση κατά 30% από τις αναπτυγμένες χώρες το 2020 και κατά 50% το 2050. Για την επίτευξη των ποσοτικών αυτών στόχων, βασικά εργαλεία θεωρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι είναι η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε ποσοστό 20% επί της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης, η χρήση βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10% στις μεταφορές και η εξοικονόμηση ενέργειας σε ποσοστό 20% επί της πρωτογενούς παραγωγής. Κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής, η θέσπιση του δεσμευτικού στόχου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο 20% του συνολικού ενεργειακού μίγματος συνεπάγεται κόστος 18 δισ. ευρώ σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, το οποίο θα αντιπροσωπεύει το 6% του συνολικού κόστους εισαγωγών ενέργειας το έτος αυτό. Το στοιχείο όμως το οποίο προβάλλεται από την Ε.Ε. και κάθε χώρα χωριστά είναι η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται τα ανακύπτοντα προβλήματα. Παράλληλα, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην κάλυψη των αναγκών σε ενέργεια είναι δεδομένη, ενώ ειδικά για τη χώρα μας, αυτό που συμπεραίνεται από τις εξελίξεις είναι ότι η απελευθέρωση θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα. (Ναυτεμπορική 08/08/07)