Του Jeroen van der Veer
Διευθύνοντα Συμβούλου της Royal Dutch Shell plc
Είναι αλήθεια ότι η ανθρωπότητα πρέπει να συνειδητοποιήσει μερικές σκληρές αλήθειες όσον αφορά το ενεργειακό της μέλλον. Παρά τη διαδεδομένη πεποίθηση περί του αντιθέτου, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι πανάκεια. Στις αμέσως επόμενες δεκαετίες, τρεις αναπόδραστες αλήθειες θα φέρουν αναταραχή στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα. Όλοι γνωρίζουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αυξάνεται αλλά δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη πόσο εντατικός είναι ο ρυθμός αυτής της αύξησης. Η πρώτη σκληρή αλήθεια είναι λοιπόν ότι η ζήτηση αυξάνεται. Η κατανάλωση ενέργειας το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι διπλάσια ή και υπερδιπλάσια σε σχέση με σήμερα. Βασικές αιτίες αυτής της αύξησης είναι η πληθυσμιακή έκρηξη (από έξι σε εννέα και πλέον δισεκατομμύρια) και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στον πλανήτη. Η Κίνα και η Ινδία βρίσκονται στις απαρχές της ενεργοβόρου φάσης της ανάπτυξής τους. Αυτό σημαίνει ότι πολύ σύντομα οι κάτοικοι των χωρών αυτών θα αγοράσουν τη πρώτη τους τηλεόραση ή το πρώτο τους αυτοκίνητο, θα ταξιδέψουν για πρώτη φορά αεροπορικώς και θα αρχίσουν να καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμων κίνησης και ηλεκτρικής ενέργειας. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ελάχιστοι είναι οι Κινέζοι και οι Ινδοί που έχουν ανέβει σε αεροπλάνο! Όμως ο ρυθμός της αλλαγής είναι ταχύτατος. Η περσινή αύξηση της δυναμικότητας ηλεκτροπαραγωγής της Κίνας ισοδυναμεί με τη συνολική ισχύ όλων των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής της Μεγάλης Βρετανίας. Η δεύτερη σκληρή αλήθεια είναι ότι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής των λεγόμενων «εύκολων καυσίμων» δηλαδή του συμβατικού πετρελαίου και φυσικού αερίου που μπορούν να εξορυχθούν σχετικά εύκολα, δεν είναι αρκετά ταχύς ώστε να καλυφθεί η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση. Ακριβώς τη στιγμή που η ζήτηση ενέργειας απογειώνεται, πολλές από τις συμβατικές πετρελαιοπηγές του πλανήτη αρχίζουν να στερεύουν. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο τα αποθέματα αυτά καθ’ αυτά, δεδομένου ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) πιστεύει ότι το υπέδαφος μπορεί να κρύβει το ισοδύναμο 20 τρισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα εν λόγω κοιτάσματα περιλαμβάνουν τόσο συμβατικούς όσο και μη συμβατικούς πόρους (π.χ. πετρελαιοφόρους αμμόλιθους και σχιστόλιθους). Θεωρητικά, αυτή η ποσότητα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών μας για τα επόμενα 400 χρόνια με τους τρέχοντες ρυθμούς κατανάλωσης. Στην πράξη ωστόσο, λιγότερο από το ήμισυ αυτών των αποθεμάτων μπορεί να ανακτηθεί με χρήση των υπαρχόντων τεχνικών μέσων. Σήμερα παράγεται ποσότητα πετρελαίου και φυσικού αερίου ισοδύναμη με 135 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου σε ημερήσια βάση. Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε αυτή την ποσότητα χρησιμοποιώντας νέες τεχνολογίες αλλά μόνο σταδιακά και σίγουρα όχι επ’ αόριστον. Η τρίτη σκληρή αλήθεια είναι ότι η αύξηση της χρήσης άνθρακα θα αυξήσει τις εκπομπές CO2, πιθανώς σε επίπεδα που κρίνονται πλέον μη αποδεκτά. Ο IEA εκτιμά ότι η χρήση άνθρακα ενδέχεται να αυξηθεί κατά περίπου 60% την επόμενη εικοσαετία. Ο βασικός λόγος για τον οποίο τα κράτη στρέφονται στον άνθρακα είναι η ενεργειακή ασφάλεια. Η Κίνα και η Ινδία θα εξακολουθήσουν να εκμεταλλεύονται τα εγχώρια κοιτάσματα άνθρακα προκειμένου να περιορίσουν την εξάρτησή τους από το εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το ίδιο θα κάνουν και οι ΗΠΑ, που αυτή τη στιγμή παράγουν άνω του μισού της ηλεκτρικής τους ενέργειας από άνθρακα. Όμως, η καύση άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εκλύει διπλάσια ποσότητα CO2 σε σύγκριση με την καύση φυσικού αερίου. Η αεριοποίηση του άνθρακα, αντί της καύσης του, μπορεί να μειώσει τις εκπομπές αλλά η λύση αυτή δεν επαρκεί. Στη μάχη μας για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η αφαίρεση του CO2 από τα ορυκτά καύσιμα, ιδίως τον άνθρακα. Η πρόκληση είναι μεγάλη: προκειμένου η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε αέρια του θερμοκηπίου να παραμείνει κάτω από τα 550 ppm που θέτουν ως όριο οι επιστήμονες, στα μοντέλα της Shell θεωρείται δεδομένο ότι έως το 2050 στο 90% όλων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής των πλούσιων χωρών που καίνε άνθρακα και φυσικό αέριο θα υπάρχουν συστήματα παγίδευσης και αποθήκευσης του άνθρακα και ότι το ίδιο θα ισχύσει σε ποσοστό 50% για τις χώρες εκτός ΟΟΣΑ. Δεν έχουμε χρόνο: θα χρειαστούμε μία δεκαετία για να δοκιμάσουμε πιλοτικά την τεχνολογία αυτή προτού μπορέσει να εφαρμοστεί σε ευρύτερη κλίμακα. Και τι θα γίνει με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) όπως η αιολική και η ηλιακή; Το μερίδιο των ΑΠΕ στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά θα μπορούσε να αυξηθεί από το τρέχον, εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 1% περίπου σε περίπου 30% έως το μέσο του αιώνα. Ο αριθμός των ανεμογεννητριών, για παράδειγμα, μπορεί να αυξηθεί από περίπου 30.000 που είναι σήμερα σε ένα εκατομμύριο και η δυναμικότητα κάθε ανεμογεννήτριας μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δυναμικότητα εκείνων που διαθέτουμε. Αυτό προϋποθέτει ότι ο αγώνας για την εξεύρεση τεχνολογικών λύσεων που θα καταστήσουν φθηνότερες τις ΑΠΕ θα στεφθεί με επιτυχία. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα θα εξακολουθήσει να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του εναπομένοντος 70% της αγοράς ενέργειας. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται να διαφεύγει από την πλειονότητα των αμερικανών και των ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, πιστεύουν ότι οι ΑΠΕ θα έχουν υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα έως το 2050. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Γι’ αυτό ακριβώς η ενεργειακή αποδοτικότητα είναι τόσο σημαντική. Άνω του 50% της ενέργειας που παράγουμε καθημερινά πηγαίνει χαμένη. Σε ένα μέσο αυτοκίνητο, περίπου 20% κάθε μονάδας βενζίνης καταναλώνεται για τη μετακίνηση του αυτοκινήτου - το υπόλοιπο χάνεται με τη μορφή θερμότητας. Στην περίπτωση ενός αεροσκάφους που απογειώνεται το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 8%. Μόνο 35% του άνθρακα που καίγεται σε ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής μετατρέπεται τελικά σε ηλεκτρική ενέργεια· το υπόλοιπο και πάλι χάνεται ως θερμότητα. Ποιο το νόημα της αύξησης της παραγωγής ενέργειας αν δεν πάψουμε να την σπαταλούμε με αυτόν τον τρόπο; Πρέπει να προσπαθήσουμε να διπλασιάσουμε την ενεργειακή μας αποδοτικότητα έως το μέσο του αιώνα. Αυτός ο στόχος είναι απολύτως εφικτός, αρκεί να υπάρχει βούληση. Το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα εισέρχεται σε μια περίοδο κρίσης και το ερώτημα που τίθεται είναι τι διαστάσεις θα λάβει αυτή η κρίση. Αν συνεργαστούμε θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε αποτελεσματικότερα από ό,τι αν προτιμήσουμε τον κατακερματισμό. Αν οι κυβερνήσεις παράσχουν ένα πλαίσιο κανόνων και τα κατάλληλα κίνητρα χωρίς ωστόσο αχρείαστους περιορισμούς η παγκόσμια αγορά θα διαθέσει χρήματα και φαιά ουσία για την εξεύρεση των βέλτιστων λύσεων. Στην αντίθετη περίπτωση, η παγκόσμια αγορά θα καταρρεύσει και οι μελλοντικές γενιές θα πληρώσουν το τίμημα.