Του Δρ Κώστα Σ. Μητρόπουλου
Η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξάνεται 2% ετησίως. Περίπου 25% της ζήτησης ικανοποιείται από ρωσικό φυσικό αέριο, καθιστώντας τη Ρωσία τον σημαντικότερο προμηθευτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αξιοπιστία της Ρωσίας αμφισβητήθηκε, όταν στην αντιπαράθεσή της με την Ουκρανία τον Ιανουάριο του 2006 διέκοψε για δύο ημέρες την παροχή προς την Ευρώπη. Το θέμα της εναλλακτικής προμήθειας φυσικού αερίου έχει τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 1993. Τα κυριότερα εκτός Ρωσίας κοιτάσματα, που μπορούν να τροφοδοτήσουν την Ευρώπη χωρίς να διέρχονται από Ρώσικο έδαφος είναι του Ιράν, του Κατάρ και των χωρών της Κασπίας. Το Ιράν έχει αποθέματα φυσικού αερίου 28 tcm, το Κατάρ 25 tcm και οι χώρες της Κασπίας 7 tcm. Σημαντικές ποσότητες από τα αποθέματα αυτά θα μπορούσαν να οδηγηθούν προς τη Δύση μέσα από αγωγό και σε υγροποιημένη μορφή (LNG). Η διέλευση αγωγού μέσω Τουρκίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή και την Κασπία είναι σχεδόν μονόδρομος. Το ερώτημα που ακόμη υφίσταται είναι αν το αέριο θα διοχετευθεί μέσω Ελλάδας στην Ιταλία (και από εκεί σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές), ή μέσω των Βαλκανίων (Βουλγαρία, Ρουμανία) με τον αγωγό Nabucco στην Κεντρική Ευρώπη (Ουγγαρία και Αυστρία). Ο αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδας-Ιταλίας είναι εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Θα είναι ο μοναδικός αγωγός που θα μεταφέρει στη Δύση μη ρωσικό φυσικό αέριο από το Ιράν και το Κατάρ (και ίσως μελλοντικά από την Κασπία) και αποτελεί άμεση έκφραση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία. Ο αγωγός αυτός δίνει και τη δυνατότητα, με επέκταση προς τα βόρεια, τροφοδοσίας των βαλκανικών χωρών από μη ρωσικό φυσικό αέριο. Το έργο βρίσκεται σε πρώιμη φάση και προχωρά πολύ αργά. Οι καθυστερήσεις, όπως είναι φυσικό μειώνουν τη στρατηγική αξία του έργου για την Ελλάδα και το καθιστούν ευάλωτο σε ανταγωνιστικές δυνατότητες εφοδιασμού της Δύσης, όπως ο αγωγός Nabucco. Ο αγωγός Ελλάδας-Ιταλίας αναβαθμίζει τον ενεργειακό στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Ο ελληνο - ιταλικός αγωγός αποτελεί συμπλήρωμα του ελληνο - τουρκικού αγωγού αερίου, και θα ξεκινάει από την Κομοτηνή και μέσω Θεσσαλονίκης και Θεσπρωτίας θα διέρχεται υποθαλασσίως μέσω Αδριατικής για να καταλήξει στο Οτράντο στη Ν. Ιταλία. Η κατασκευή του προβλέπεται να ξεκινήσει τον Ιούνιο του 2008 και το 2011 αναμένεται η ολοκλήρωσή του και το συνολικό κόστος θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξαίρεση του υποθαλάσσιου τμήματος του αγωγού από την πρόσβαση τρίτων για 25 χρόνια, προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα της επένδυσης. Για τη διασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων και για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου στο πλαίσιο της βαλκανικής πολιτικής, η χρήση του αγωγού όμως θα πρέπει να καθορίζεται πρωτίστως από την Ελλάδα κι όχι από την Ιταλία όπως είναι προς το παρόν η συμφωνία. Ο νέος προτεινόμενος από τη Ρωσία αγωγός μέσω Ελλάδος προς Ιταλία αυξάνει την παροχή φυσικού αερίου προς τη Δύση και μάλιστα μέσα από εδάφη μη ελεγχόμενα από τη Ρωσία. Δεν αίρει όμως το βασικό γεγονός της μοναδικής προέλευσης του αερίου. Σίγουρα όμως μειώνει μερικές από τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους. Ο αγωγός αυτός βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της σύλληψης και δεν υπάρχουν διαθέσιμες τεχνικές και οικονομικές εκτιμήσεις. Θα είναι όμως ελεγχόμενες από την ΕΝΙ και την GAZPROM, χωρίς η ελληνική πλευρά να παίζει κανένα ρόλο στη διαχείρισή του. Από την πλευρά της Ε.Ε. οι δύο αγωγοί που πιθανόν να περάσουν από την Ελλάδα, δεν είναι στρατηγικά ισοδύναμοι. Γεωπολιτικά ο αγωγός που αποτελεί συνέχεια του τουρκικού συστήματος και θα διακινεί κυρίως Ιρανικό αέριο εξασφαλίζει ουσιαστική μείωση των κινδύνων παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Από την ελληνική σκοπιά επίσης οι δύο αγωγοί δεν είναι ισοδύναμοι, καθώς η θέση της Ελλάδας είναι πολύ ισχυρότερη στον μη ρωσικό αγωγό. Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει φυσική δίοδο διέλευσης αερίου από την Ανατολή προς την Ευρώπη. Και οι δύο αγωγοί είναι βιώσιμοι και θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα πολιτικής. Αλλά είναι υψίστης σημασίας η χρηματοδότηση, κατασκευή και τελικά λειτουργία τους να γίνει με ουσιαστική ελληνική συμμετοχή και ιδανικά υπό ελληνικής ηγεσίας. Πέρα από αυτό, πρέπει να κινηθούμε με ταχύτητα γιατί οι ανταγωνιστικές και οι πολιτικές πιέσεις είναι ήδη σημαντικές. (Ημερησία 20/08/07)