Της Μανταλένας Πίου
Τo πετρέλαιο και ο λιγνίτης, τα δύο κατ εξοχήν πιο ρυπογόνα καύσιμα, καλύπτουν σήμερα το 86% της συνολικής διάθεσης ενέργειας στην Ελλάδα, η οποία αποτελεί μία από τις πιο ενεργειακά «ακάθαρτες» και εξαρτώμενες, χώρες της ευρωζώνης. Όπως αποκαλύπτει η «Εκθεση για τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της Ελλάδος» το φυσικό αέριο, που εμφανίστηκε στην εγχώρια αγορά το 1995 και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) έχουν καταφέρει να σταθεροποιήσουν τη χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή στα 9 Mtoe (εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου), στο 29% της συνολικής κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας της χώρας που ήταν 31,1 Mtoe το 2005. Στην τελική κατανάλωση ενέργειας τα πετρελαιοειδή καλύπτουν το 68,5%, ο ηλεκτρισμός το 21,1%, τα στερεά καύσιμα στη βιομηχανία το 2,2%, οι ΑΠΕ το 5% και το φυσικό αέριο το 2,8%. Ο τομέας των μεταφορών αντιπροσωπεύει το 39% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2005: Αντιστοιχεί σε 8,1 Mtoe, έναντι 2,2 Mtoe το 1990, που τότε κάλυπτε το 37% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Ο τομέας των μεταφορών είναι ο τομέας με τη μεγαλύτερη κατανάλωση και τη μεγαλύτερη αύξηση. Κατανάλωση Από το 1990 ως το 2005 το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση έμεινε ουσιαστικά σταθερό, γύρω στο 5% του ενεργειακού ισοζυγίου από 1,1 Mtoe στα 1,6 Mtoe, με μικρές διακυμάνσεις ανάλογα με τη χρήση των μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ. Το ποσοστό της κατανάλωσης στον οικιακό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά και ο τριτογενής τομέας παρουσιάζει σταθερή και σημαντική άνοδο της κατανάλωσης. Το σύνολο του τριτογενούς, οικιακού, δημόσιου και αγροτικού τομέα κατανάλωσε το 2005 το 41% του συνόλου της ενέργειας, ενώ το 1990 κατανάλωνε το 32%. Η βιομηχανία έχει μείνει σταθερή στην κατανάλωσή της τα τελευταία χρόνια: Το 2005 η κατανάλωσή της ήταν 4,1 Mtoe, 0,2 Mtoe ή 5% πάνω από τα επίπεδα του 1990. Οι περισσότερες εισαγωγές αργού πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων γίνονται από τη Ρωσία, η οποία καλύπτει το 32,3% των πετρελαϊκών αναγκών της χώρας. Ακολουθεί η Σαουδική Αραβία με 31,1% και το Ιράν με 28,6%. Παράλληλα, η Ελλάδα εξάγει σημαντικές ποσότητες πετρελαϊκών προϊόντων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Λιβύη και η Συρία. Το 2005 οι συνολικές εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων ανήλθαν σε 4,8 εκατ. τόνους. Φυσικό αέριο Στο φυσικό αέριο, η Ελλάδα εισήγαγε το 2005 2,8 δισ. κ.μ. και το 2006 3,1 δισ. κ.μ., εκ των οποίων το 85% από τη Ρωσία και το υπόλοιπο σε υγροποιημένη μορφή από την Αλγερία. Οσον αφορά τον ηλεκτρισμό, η συνολική εγχώρια κατανάλωση ανήλθε το 2005 στα 58,7 TWh, από τα οποία το 6,5% καλύφθηκε από καθαρές εισαγωγές κατά κύριο λόγο από τη Βουλγαρία (81%) και την πΓΔΜ (14%). Η τάση των εισαγωγών ηλεκτρισμού είναι αυξητική. Σήμερα το 57% της συνολικής ζήτησης ενέργειας στην Ελλάδα καλύπτεται από το πετρέλαιο. Στην Πορτογαλία, χώρα με παρεμφερή χαρακτηριστικά όσον αφορά τον πληθυσμό και τις κλιματολογικές συνθήκες, το ποσοστό της εξάρτησης ανέρχεται σε ανάλογα επίπεδα. Στην Ιρλανδία, χώρα «αποκομμένη» από την ενεργειακή αγορά της ΕΕ, όπως και η Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο 59%. Ολες οι υπόλοιπες όμως χώρες της ΕΕ- 15 έχουν μικρότερη εξάρτηση από το πετρέλαιο. Ενεργειακή ένταση Οσον αφορά την ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας, η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη υψηλότερη θέση, μετά τη Φινλανδία, απέχοντας κατά 21,4% από τον μέσον όρο ενεργειακής έντασης των χωρών της ΕΕ των «15». Και τούτο, παρ ότι από το 1996 ως το 2004 ο λόγος της συνολικής διάθεσης ενέργειας προς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 13%. Ασχημα είναι τα νέα και στον δείκτη της ενεργειακής αποδοτικότητας, που μετρά την ορθή αξιοποίηση της συνολικής ενέργειας που διατίθεται στη χώρα σε σχέση με εκείνη που καταναλώνεται στην τελική χρήση: Στην Ελλάδα ο δείκτης ανέρχεται σήμερα στο 66,1%, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 71,3%, κατατάσσοντας τη χώρα μας τέσσερις θέσεις πριν από το τέλος! (Ημερησία 18-19/08/07)