Tου Λουκα Γ. Κατσωνη
Η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές, που δείχνει να βρίσκει ένα σημαντικό εμπόδιο στην εντυπωσιακή παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, αποτελεί για την ελληνική οικονομία ένα ζήτημα μάλλον χαμηλής σημασίας. Οι εγχώριες τράπεζες έχουν -αν έχουν- ελάχιστη έκθεση στην πηγή του «κακού», δηλαδή τα αμερικανικά τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης. Επίσης, η εμπλοκή των εγχώριων επενδυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο είναι σχετικά μικρή, λιγότερο από το 50% της κεφαλαιοποίησης του Χ.Α. και, μάλιστα, αντιπροσωπεύονται κυρίως από θεσμικούς επενδυτές. Οι αποταμιεύσεις των Eλλήνων πολιτών βρίσκονται σήμερα πολύ λιγότερο τοποθετημένες στο χρηματιστήριο από όσο την περίοδο του «αμαρτωλού» 1999. Επιπροσθέτως, η ελληνική οικονομία καλύπτεται από την ισχυρή ομπρέλα του ευρώ. Οσο το νόμισμα αυτό ενισχύεται, τόσο πιο φθηνές αγορές κάνει η χώρα σε καύσιμα, πρώτες ύλες, εξοπλισμούς και τεχνολογία. Οταν το ευρώ εξασθενεί, τόσο πιο ανταγωνιστικά γίνονται τα ελληνικά προϊόντα. Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί, έστω φευγαλέα, ποια θα ήταν η μοίρα της ελληνικής οικονομίας αν δεν ήταν μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας και κυρίως αν δεν ανήκε στον σκληρό πυρήνα, στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) που έχει σαν κοινό νόμισμα το ευρώ. Μέσα στην τρέχουσα συγκυρία που οι διαχειριστές κεφαλαίων αναζητούν την ασφάλεια των μετρητών και ρευστοποιούν τοποθετήσεις σε τίτλους και αξίες που δεν εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη, η ελληνική οικονομία μικρή σιγουριά θα είχε να προσφέρει. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι αιτιάσεις του υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη περί της ισχυρής ελληνικής οικονομίας είναι αστήρικτες. Απλά, μια μικρή οικονομία όπως αυτή της χώρας μας, με μεγάλο δημόσιο χρέος, δανεισμό που τρέχει με υψηλούς ρυθμούς, σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα και παραγωγική δυνατότητα, εστιασμένη στην κατανάλωση και με «χρυσή εφεδρεία» τον τουρισμό (που είναι εξαιρετικά ευάλωτος σε συγκυριακούς παράγοντες) δεν θα άντεχε σε σοβαρή σύγκριση. Η Ελλάδα θα ήταν αναγκασμένη να πληρώνει μεγάλους τόκους με υψηλά επιτόκια προκειμένου να μπορεί να χρηματοδοτεί τα ελλείμματά της και οι επιχειρήσεις θα είχαν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι εμπορικές τράπεζες θα έπρεπε να ακριβύνουν το χρήμα υποκύπτοντας στις διεθνείς πιέσεις. Διότι το επιτόκιο αποτελεί ουσιαστικά την αμοιβή για το ρίσκο που παίρνει ο δανειστής κι έτσι γίνεται μεγαλύτερο όσο μεγαλώνει και το ρίσκο. Οσο μια οικονομία ή μια επιχείρηση εμφανίζεται πιο αδύναμη τόσο μεγαλύτερο επιτόκιο επιβάλλεται στα δάνειά της. Με τον μηχανισμό αυτό η όποια βελτίωση στα μακροοοικονομικά μεγέθη της χώρας είχε επιτευχθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν, θα εξανεμιζόταν μέσα σε αυτές τις λίγες εβδομάδες της αναταραχής. Ευτυχώς, η προοπτική αυτή δεν υπάρχει. Αντίθετα, η ελληνική οικονομία «αγοράζει» μέλλον με τα κονδύλια του λεγόμενου Δ΄ ΚΠΣ και υιοθετεί με σχετικά γρήγορους ρυθμούς σύγχρονες δομές προκειμένου να αναπτυχθεί. Οι από μακρού χρόνου αναμενόμενες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν ακόμη φανεί στον ορίζοντα, με τη φωτεινή εξαίρεση της σοβαρής μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις (που τέθηκε σε εφαρμογή) και του νόμου για τη λειτουργία των ΔΕΚΟ (που ΔΕΝ τέθηκε σε εφαρμογή), αλλά ακόμη κι έτσι υπάρχει σαφής βελτίωση. Μάλιστα, η πρόσφατη κρίση στις αγορές, εφόσον δεν εξελιχθεί σε χιονοστιβάδα που θα παρασύρει την παγκόσμια οικονομία, θα μπορούσε να δράσει ευεργετικά για την Ελλάδα. Οσο οι επενδυτές επιστρέφουν σε πιο προσγειωμένες θέσεις και οι τιμές μετοχών και εμπορευμάτων πέφτουν διεθνώς, τόσο η ελληνική ανάπτυξη ενδύεται ποιοτικότερα χαρακτηριστικά (πάντα κάτω από την ευρωπαϊκή ομπρέλα) ιδίως στη μονίμως ευαίσθητη ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας. Δεν είναι τυχαία η έλευση αραβικών κεφαλαίων που επενδύουν σε ελληνικές επιχειρήσεις ούτε είναι αμελητέο ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις κατόρθωσαν να επεκταθούν στην Ανατολική Ευρώπη. Ο δρόμος για τα κεφάλαια που θέλουν να επενδυθούν στις γειτονικές χώρες καθίσταται πλέον εξαιρετικά πιο ασφαλής εφόσον διέρχεται από την Ελλάδα. Ομως, για να εξελιχθούν όντως έτσι τα πράγματα, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια. Οσο η δημόσια διοίκηση βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τους παραγωγικούς ρυθμούς που επικρατούν στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον ιδιωτικό τομέα, τόσο θα «φρενάρει» την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Υπό το πρίσμα αυτό, πράγματι, οι επερχόμενες εκλογές αποτελούν κομβικό σημείο για το μέλλον. Αν η παρούσα κυβέρνηση επανεκλεγεί, θα μπορέσει –ίσως– να πραγματοποιήσει αυτό που υπόσχεται εδώ και τέσσερα χρόνια: Μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στην «επανίδρυση» του κράτους και μαζί βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού παραγόμενου προϊόντος: Περισσότερη καινοτομία, αυξημένη, ποιοτικότερη παραγωγή προϊόντων με χαμηλότερες τιμές. Στην περίπτωση που χάσει στις εκλογές, η όποια νέα κυβέρνηση πάλι θα αναγκαστεί να θέσει τον ίδιο στόχο, ενδεχομένως μέσα σε άλλο «περιτύλιγμα». Για την ανάπτυξη υφίσταται ένας και μοναδικός δρόμος, δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις. Οσο νωρίτερα γίνει αυτό κατανοητό, τόσο καλύτερα για όλους. (Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19/08/2007)