Του Κ.Ν. Σταμπολή
Η εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων ενέργειας σε οικονομικά προσιτές τιμές αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία της οικονομίας. Σήμερα, με τις συνεχείς και πολλαπλές γεωπολιτικές αβεβαιότητες, η απόλυτη διασφάλιση ενεργειακών πρώτων υλών και η αδιάλειπτη παροχή ενεργειακών προϊόντων προς τους καταναλωτές (π.χ. φ. αέριο, ηλεκτρισμός, λευκά προϊόντα πετρελαίου) έχει καταστεί αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Τόσο οι πρώτες ύλες όσο και τα προκύπτοντα προϊόντα μπορεί να εξευρεθούν και να μεταφερθούν έτοιμα προς χρήση, και να προσφερθούν με κατάλληλη τιμολόγηση, μόνο εάν υπάρχουν σωστές και ενήμερες προβλέψεις ως προς τις ανάγκες της αγοράς και της ενεργειακής ζήτησης γενικότερα. Μέχρι πρόσφατα αυτές οι προβλέψεις και οι απαραίτητες προμήθειες αποτελούσαν τομέα αποκλειστικής ευθύνης του κράτους και των διαφόρων επιβλεπόμενων οργανισμών (λ.χ. ΔΕΗ, ΔΕΠ, ΔΕΠΑ) όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Πριν λίγα χρόνια, ιδίως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, και την φιλελευθεροποίηση των αγορών και την μετρήσιμη πλέον συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ηλεκτροπαραγωγή και στους άλλους ενεργειακούς τομείς, η ευθύνη για την εξασφάλιση ενεργειακών υλών άρχισε να μοιράζεται μεταξύ ιδιωτικών και κρατικά ελεγχόμενων εταιρειών ενώ είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια τον ρόλο αυτό θα τον έχει αναλάβει πλήρως ο ιδιωτικός τομέας. Για αυτό η ύπαρξη ενός ή και περισσοτέρων συντονιστικών οργάνων από πλευράς κράτους για την ομαλή λειτουργία της ενεργειακής αγοράς καθίσταται εμφανής. Στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό μέχρι σήμερα τον έχουν αναλάβει και τον διεκπεραιώνουν με αρκετή επιτυχία, δεδομένης της μεταβατικής ακόμα περιόδου, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) που έχει μία συνολική εποπτεία της αγοράς και ο Διαχειριστής του Ηλεκτρικού Συστήματος (ΔΕΣΜΗΕ) που περιορίζεται στον ηλεκτρικό τομέα. Η σχεδίαση μιας ενεργειακής στρατηγικής σε μακροχρόνια βάση, ξεφεύγει από τις όποιες αρμοδιότητες των ανωτέρω φορέων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την επίβλεψη και οργάνωση της καθημερινής λειτουργίας της αγοράς. Η κυβέρνηση γνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη μιας προσεκτικά μελετημένης, ευέλικτης και μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει όλες τις ανωτέρω προκλήσεις προχώρησε στις αρχές του 2006 στην ίδρυση του Ανώτατου Συμβουλίου Ενέργειας και Στρατηγικής (ΣΕΕΣ) με σκοπό την μελέτη και οργάνωση ενός μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού. Πριν από μερικές εβδομάδες (9/8) το ΣΕΕΣ παρουσίασε για πρώτη φορά τις προτάσεις του μέσω ειδικής έκθεσης που ετοίμασε και υπέβαλλε στον Υπουργό Ανάπτυξης (ο οποίος με την σειρά του ενημέρωσε τον πρωθυπουργό). Σύμφωνα με δήλωση του Υπουργού Ανάπτυξης κ. Δημ. Σιούφα η Έκθεση του ΣΕΕΣ με τίτλο «Μακροχρόνιος Ενεργειακός Σχεδιασμός της Ελλάδας 2008-2020, Μέρος Ι» αποσκοπεί: · στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, · στην προστασία του περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της Κυβερνητικής πολιτικής και των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, · στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας και την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού, με στόχο την εξοικονόμηση και τη μείωση του κόστους ενέργειας για το σύνολο των χρηστών και των καταναλωτών, και · στην ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης. Μεταξύ άλλων, στην ίδια δήλωση, ο Υπουργός Ανάπτυξης τονίζει ότι «Με την πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης και σε συνεργασία με τον Πρόεδρο του Σ.Ε.Ε.Σ. κ. Ραφαήλ Μωυσή, τη ΡΑΕ και το ΚΑΠΕ, η χώρα αποκτά μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό, που εκτός του στόχου της διασφάλισης του συνεχούς και απρόσκοπτου ενεργειακού εφοδιασμού με ορίζοντα έως το 2020, θα συμβάλλει στην προώθηση νέων πολιτικών σε μια σειρά από τομείς της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας». Είναι κοινό μυστικό ότι η Έκθεση για τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό ετοιμάσθηκε υπό αντίξοες συνθήκες με το ΣΕΕΣ στην ουσία να υπολειτουργεί αφού η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη αποφασίσει εάν πρέπει ή όχι να ενισχύσει και να εγκαθιδρύσει ένα όργανο που στην ουσία δεν έχει να της προσφέρει άμεσα και απτά οφέλη. Ως γνωστό ο προγραμματισμός και η στρατηγική στον ενεργειακό τομέα χαρακτηρίζονται από την μακροχρόνια διάστασή τους και άρα δεν επηρεάζουν αποφάσεις στο βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο διάστημα στο οποίο κινούνται πολιτικοί και κυβερνήσεις. Όμως παρά την εμφανή έλλειψη υποστήριξης στον ΣΕΕΣ, του οποίου προΐσταται ένας άριστος γνώστης των ενεργειακών θεμάτων και με πολύχρονη εμπειρία στον τομέα, τα πρώτα δείγματα δουλειάς του είναι εξαιρετικά θετικά αφού σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα και πολυπληθή στοιχεία και να τα επεξεργασθεί και να παρουσιάσει μία άκρως συγκροτημένη πρόταση. Η έκθεση του ΣΕΕΣ, περιέχει τρία βασικά σενάρια ως προς την εξέλιξη της ζήτησης- κατανάλωσης ενέργειας για την περίοδο 2008-2020 με αντίστοιχες προτάσεις για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Οποιοδήποτε από τα τρία σενάρια και αν ακολουθηθεί (ενδεχομένως να υπάρξουν και άλλα σενάρια με διαφορετικές παραδοχές) οι κύριες διαπιστώσεις είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να εκπληρώσει τους άμεσους Ευρωπαϊκούς στόχους ενεργειακής πολιτικής την περίοδο 2008-2012 και ότι μέχρι το 2020 μπορεί να πορευθεί σύμφωνα με την νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική. Έτσι φαίνεται ότι μετά το 2012, η Ελλάδα θα μπορέσει να συγκρατήσει τις εκπομπές αερίων ρύπων από τον τομέα της ενέργειας στα επίπεδα του μέσου όρου της πενταετίας 2008-2012 και παράλληλα να εμπλουτίσει το ενεργειακό της ισοζύγιο με 12% συμμετοχή των ΑΠΕ (29% της ηλεκτροπαραγωγής) και σημαντική διείσδυση της Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα υψηλό ποσοστό εξοικονόμησης ενέργειας. Οι νέοι στόχοι λοιπόν της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΕΣ, θα επιτευχθούν με την μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ, της ΣΗΘ και της εξοικονόμησης ενέργειας και παράλληλα με την διαφοροποίηση του ενεργειακού μας ισοζυγίου μέσω της συνεχιζόμενης διείσδυσης του φυσικού αερίου και της εισαγωγής των τεχνολογιών καύσης καθαρού άνθρακα. Βέβαια σε κανένα από τ’ ανωτέρω σενάρια και στις επιμέρους παραδοχές της Έκθεσης δεν θίγεται το θέμα της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας. Δηλαδή η δυνατότητα κάποτε να καλύπτει η χώρα το 100% των ενεργειακών της αναγκών από εγχώρια ενεργειακά καύσιμα (ορυκτά και ΑΠΕ). Ασφαλώς πάντοτε θα υπάρχουν εισαγωγές και εξαγωγές καυσίμων αλλά η βεβαιότητα ύπαρξης επαρκών εγχώριων καυσίμων προσδίδει μια ξεχωριστή βαρύτητα στη γεωπολιτική σημασία της χώρας. Η επεξεργασία ενός τέτοιου σεναρίου θα απεκάλυπτε εξ’ άλλου το κόστος για ένα τέτοιο εγχείρημα και την σύγκρισή του με τις συμβατικές και προτεινόμενες σήμερα λύσεις. Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου που έχουν ασχοληθεί με το θέμα η προοπτική μιας πλήρους ενεργειακής αυτονομίας δεν συνεπάγεται απαραίτητα μεγαλύτερο κόστος. Απεναντίας το οικονομικό όφελος εκτιμάται ότι υπερκαλύπτει μακροπρόθεσμα το κόστος των απαραίτητων επενδύσεων Σε κάθε περίπτωση η χάραξη μιας αποτελεσματικής ενεργειακής στρατηγικής θα πρέπει να βασίζεται στο γνωστό τρίπτυχο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού ώστε να εξυπηρετούνται οι εξής βασικοί στόχοι: (α) η διασφάλιση της προσφοράς ενέργειας, (β) η προστασία του περιβάλλοντος και (γ) η ενίσχυση του οικονομικού ανταγωνισμού. Ως γνωστό κανένα καύσιμο, από μόνο του, δεν πληροί τις τρεις αυτές προϋποθέσεις για την Ελλάδα. Ο λιγνίτης είναι σχετικά φθηνός και διαθέσιμος, αλλά πολύ ρυπογόνος. Το φυσικό αέριο είναι σχετικά καθαρό και (μέχρι πρόσφατα) φθηνό, αλλά προϋποθέτει αυξημένες εισαγωγές. Το πετρέλαιο είναι πολύ ακριβό, θα γίνεται ακριβότερο και εισάγεται καθ’ ολοκληρίαν. Οι ΑΠΕ είναι άφθονες, δεν μολύνουν το περιβάλλον και μπορούν να καλύψουν πληθώρα αναγκών (θέρμανση, ηλεκτρισμό, μεταφορικό έργο) αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί όλες σε εμπορικό επίπεδο και δεν μπορεί να υπάρξει απεριόριστη διείσδυση στα δίκτυα. Η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιεί σχετικά λίγα καύσιμα και δεν εκπέμπει αέρια που ενισχύουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά οικονομικά δεν είναι πολύ ελκυστική και απαιτεί πολύ υψηλή τεχνολογία για να είναι ασφαλής. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι είναι η μικτή χρήση όλων των καυσίμων. Μία τέτοια ποικιλία σε καύσιμα και πηγές διασφαλίζει επαρκή προσφορά ενέργειας και ανταγωνιστικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση, οι τιμές ενέργειας στην Ελλάδα θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια για ν’ αντανακλούν το υψηλό περιβαλλοντικό κόστος (που ενώ υπάρχει, συνήθως αγνοείται στη χώρα μας) και τις αυξανόμενες διεθνείς τιμές. Το επόμενο βήμα για το ΣΕΕΣ, είναι η συμπλήρωση της σημερινής Έκθεσης με περαιτέρω στοιχεία, η μελέτη πιο λεπτομερών και διαφοροποιημένων σεναρίων, η δημόσια διαβούλευση των προτάσεων που θα προκύψουν και τελικά η εισήγηση και υιοθέτηση μιας ξεκάθαρης ενεργειακής στρατηγικής που θα εξασφαλίζει την επάρκεια ενεργειακών πόρων (εγχώριων και εισαγόμενων), την παράλληλη βελτίωση του περιβάλλοντος, και την προσέλκυση ενεργειακών επενδύσεων σε συνεχή βάση. Τα Τρία Σενάρια Στο Σενάριο 1 (Business as Usual ή Σενάριο Βάσης) η χρήση των λιγνιτικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παραμένει στα σημερινά επίπεδα και ελαττώνεται λίγο μέχρι το 2020, λόγω της διείσδυσης μιας ανθρακικής μονάδας με καύσιμο εισαγόμενο άνθρακα. Η εξέλιξη της χρήσης του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή είναι αυξανόμενη μέχρι το 2020 δίνοντας 17 TWh το 2010 και 21 TWh το 2020. Η εγκατεστημένη ισχύς των Αιολικών Πάρκων είναι 1.5 GW το 2010 και οι σταθμοί Συμπαραγωγής ξεπερνούν το 1 GW. Το 2020 τα Αιολικά Πάρκα γίνονται 3.5 GW, τα Υδροηλεκτρικά 3.9 GW, η Βιομάζα 200 MW και η ΣΗΘ πλησιάζει τα 2 GW. Tο ποσοστό των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή περιορίζεται στο 15% το 2010 και δεν ξεπερνάει το 20% το 2020. Το ποσοστό των ΑΠΕ στην συνολική διάθεση πρωτογενούς ενέργειας είναι 9.5 % για το 2020. Παρά την υπολογίσιμη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ, ΣΗΘ και εξοικονόμησης ενέργειας στο Σενάριο 1 τα επίπεδα εκπομπών ξεπερνούν τα όρια του πρωτοκόλλου του Κυότο για την περίοδο 2008-2012 (άνω του +40 % από τα επίπεδα του 1990) και αυξάνονται ακόμη περισσότερο μέχρι το 2020. Στο Σενάριο 2 (Σταθεροποίηση Εκπομπών με Μέσες Διεθνείς Τιμές Πετρελαίου) για το 2010 προβλέπεται περιορισμός της ηλεκτροπαραγωγής από στερεά καύσιμα κάτω από τις 30 TWh/έτος , διπλασιασμός της εγκατεστημένης ισχύος των μονάδων φυσικού αερίου σε σχέση με το 2006, αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο στις 20 TWh περίπου και επίσης αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στα 2 GW και της Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας στο 1 GW. Σύμφωνα με το Σενάριο 3 (Σταθεροποίηση Εκπομπών με Υψηλές Διεθνείς Τιμές Πετρελαίου) είναι σκόπιμη η μειωμένη χρήση φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή (12 TWh αντί για 20-21 TWh στα άλλα σενάρια) υπέρ των στερεών καυσίμων που μπορεί να φθάσει συνολικά τις 40 TWh το 2020. Θεωρείται μάλιστα σκόπιμη η αυξημένη διείσδυση ανθρακικών μονάδων (4 σταθμοί με καύσιμο εισαγόμενο άνθρακα) της τάξεως των 2.4 GW μέχρι το 2020. Αντίστοιχα είναι σκόπιμη η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος της Συμπαραγωγής στα 2 περίπου GW. Το επίπεδο διείσδυσης των ΑΠΕ είναι 13% της διάθεσης πρωτογενούς ενέργειας και 27% της ηλεκτροπαραγωγής. Όπως και στο Σενάριο 2, θεωρείται για το 2020 εγκατεστημένη ισχύς 5 GW Αιολικών Πάρκων στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα και 600 MW στα μη συνδεδεμένα νησιά, 3,9 GW Υδροηλεκτρικών, 800 MW Φωτοβολταϊκά και 300 MW Βιομάζα.