Tου Νικου Βατοπουλου
Αν υπάρχει σήμερα ένας τύπος σπιτιού που εκφράζει όσο κανένα άλλο τη στείρα φαντασία του Ελληνα και την ευθυνοφοβία των αρχών είναι το νεο-παραδοσιακό οίκημα στις Κυκλάδες. Το έχετε δει. Εξαπλώνεται σαν γάγγραινα με τη ρηχή αλαζονεία του αδιαφιλονίκητου. Οι μπετονένιες παραλλαγές του λευκού κύβου με τα ξύλινα παράθυρα, βαμμένα συνήθως μπλε, δεν έχουν καμία σχέση με την παράδοση, αν υποθέσουμε ότι αυτή είναι ένας στόχος. Και αν στόχος δεν είναι η «παράδοση» αλλά η προστασία από την αναπαραγωγή της ασχήμιας, τότε ούτε αυτό επιτυχγάνεται. Μαζί με την επιθετική ασχήμια, αποκλείεται και η πιθανότητα της καλής αρχιτεκτονικής. Γιατί ούτε οι νεο-κυκλαδικές βίλες ούτε τα «κουτάκια» που στεγάζουν μικρά ξενοδοχεία ή εστιατόρια είναι «αρχιτεκτονική». Είναι ένας τρόπος να χτίσει κανείς. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει η καλή αρχιτεκτονική στα νησιά των Κυκλάδων. Αν δει κανείς τη σημερινή κατάσταση σε προοπτική χρόνου, θα διαπιστώσει ότι σε σε λίγο καιρό θα μιλάμε για «ημι-αστικούς» τάπητες γεμάτους άχαρους κύβους. Χτίζονται μαζικά, όπως οι πολυκατοικίες στην Αθήνα του ’70. Είναι οικοδομική τέχνη - φασόν, που υπακούει σε οδηγίες συναρμολόγησης. Ελάχιστοι έχουν βρει «παράθυρα» για πιο ελεύθερες δημιουργίες. Και λίγοι πιστεύουν ότι οι Κυκλάδες, η βιτρίνα ακόμη της τουριστικής Ελλάδας και η μήτρα για κάθε είδους στερεότυπο για το ελληνικό τοπίο και τον ήλιο, απαγορεύουν στην ουσία σε οποιονδήποτε καλό αρχιτέκτονα να χτίσει ένα σπίτι με μορφή που να μην είναι ψευδο-κυκλαδίτικη. Μπορεί να υπογραμμίζεται ότι οι μοντέρνοι καλλιτέχνες της Δύσης στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα εμπνέονταν από τις λιτές γραμμές του πρωτο-κυκλαδικού πολιτισμού (όπως εμπνέονταν και από την Ωκεανία ή την Πολυνησία), αλλά στις Κυκλάδες οι αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι ανεπιθύμητες. Θεωρούνται προτιμότερες οι νεο-ρουστίκ παραλλαγές ενός τύπου σπιτιού που δεν εξυπηρετεί καμία σύγχρονη ανάγκη. Πρόκειται για τη διαιώνιση μιας παρεξήγησης. Το λευκό χρώμα που κατακλύζει τις Κυκλάδες και κάνει τους οικισμούς της να θυμίζουν περισσότερο Τυνησία παρά το παλιό ύφος των χωριών (αν είναι ζητούμενο κάτι τέτοιο) είναι ίσως ελκυστικό σε μικρούς τόπους, όπως π.χ. η Σίκινος ή η Κίμωλος, αλλά σε μεγέθυνση είναι εξαμβλωματικό. Οι «κύβοι» από μπετόν που επιβάλλει το κράτος (με τα μικροσκοπικά παράθυρα και τις δήθεν παραδοσιακές προδιαγραφές) γίνονται σταδιακά κιτς (μέσα από την ατέρμονη επανάληψη) και προασπίζουν μια πολιτική υποκρισίας. Προστατεύεται, δήθεν, μια ενιαία φυσιογνωμία (όπως τη φαντάστηκαν γραφειοκρατικοί μηχανισμοί) και πνίγεται η αρχιτεκτονική δημιουργία μέσα σε πυκνοχτισμένα οικιστικά μορφώματα χωρίς δημόσιους χώρους, ανοίγματα, πρόβλεψη για το τι μέλλει γενέσθαι το 2030. Η σύγχρονη κυκλαδίτικη εικόνα είναι προϊόν της μεταπολεμικής Ελλάδας. Επενδύθηκαν πολλά χρήματα πάνω σε αυτό το «κλισέ», αλλά αυτό μάλλον κακογέρασε και πρέπει να εξευρεθούν τρόποι αποσυμπίεσής του. Αν ζούσε σήμερα ο Λε Κορμπιζιέ και ήθελε να χτίσει στη Μύκονο θα έπρεπε να πάρει στα χέρια το «πατρόν» της ελληνικής πολιτείας. (Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22/08/2007)