Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η πύρινη λαίλαπα που με πρωτοφανή σφοδρότητα έπληξε την χώρα τις τελευταίες ημέρες, με ανυπολόγιστες ακόμα υλικές ζημιές και δυστυχώς με σοβαρές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, φέρνει στην επικαιρότητα το θέμα της πυρασφάλειας και της ασφάλειας γενικότερα, στις νευραλγικές υποδομές του κράτους. Μία από τις πλέον κρίσιμες υποδομές για την λειτουργία της οικονομίας, είναι αυτή που αφορά τον ενεργειακό τομέα και πιο συγκεκριμένα στην παραγωγή και μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και την ενεργειακή τροφοδοσία γενικότερα (δηλ. δίκτυο μεταφοράς και διανομής φ. αερίου, διυλιστήρια, σταθμοί ανεφοδιασμούς πετρελαίου κ.α.) Ένα από τα πλέον ευάλωτα χαρακτηριστικά των σύγχρονων ενεργειακών συστημάτων και της ενεργειακής τροφοδοσίας του κράτους, είναι ο κεντροποιημένος τρόπος παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ενέργειας είτε αυτό αφορά τον ηλεκτρισμό, το φ. αέριο ή το πετρέλαιο. Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό ενέργειας θα μπορούσε να παραχθεί και να καταναλωθεί σε τοπικό αποκεντροποιημένο επίπεδο, όπως ίσχυε επί χιλιάδες χρόνια μέχρι πρόσφατα, (στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950), είναι η μορφή της τεχνολογικά προσανατολισμένης πολεοδομικής ανάπτυξης τέτοια όπου τα κεντρικά συστήματα μεταφοράς και διανομής ενέργειας έχουν επικρατήσει πλήρως παρά τις εμφανείς αδυναμίες που εμπεριέχουν, ιδιαίτερα στα θέματα ασφαλείας. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η μετάβαση από την «πόλη» στην «μεγαλούπολη» και αύριο στην «οικουμενούπολη» (σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη) κατέστη δυνατή χάρις στην ύπαρξη και εξέλιξη αξιόπιστων κεντρικών ενεργειακών συστημάτων. Τα δε προτερήματα που προσφέρουν τα κεντρικά συστήματα διανομής είναι τεράστια σε σύγκριση με αυτά των αποκεντροποιημένων και τοπικών, Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το κόστος ανά σύνδεση, το οποίο και μειώνεται κατακόρυφα καθώς αυξάνεται ο αριθμός των εξυπηρετούμενων καταναλωτών. Έτσι το μικρό σχετικά κόστος ανά σύνδεση και το ακόμη μικρότερο κόστος συντήρησης ανά μονάδα καταναλωτού, επιτρέπει στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας ν’ αναπτύξουν και να γιγαντώσουν τα δίκτυά τους εξυπηρετώντας ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πελατών. Η ανάπτυξη των ενεργειακών δικτύων δεν γίνεται ασφαλώς ερήμην των κινδύνων που εμπεριέχουν. Απλούστατα το κόστος του κινδύνου (risk cost) από την διακοπή λειτουργίας του συστήματος συνυπολογίζεται στα συνολικά έξοδα της κάθε ενεργειακής επιχείρησης επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό με την λειτουργία τμημάτων αποκατάστασης βλαβών, εξειδικευμένων τεχνικών υπηρεσιών και σε πολλές περιπτώσεις με την καταβολή ιδιαίτερα υψηλών ασφαλίστρων. Ασφαλώς από τις πλέον υψηλού ρίσκου ενεργειακές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα αυτή την στιγμή είναι τα διυλιστήρια λόγω της συνθετότητας στην λειτουργία τους αλλά και των εύφλεκτων υλικών που διακινούν. Τα ατυχήματα στα διυλιστήρια είναι σπάνια, αλλά όχι ανύπαρκτα. Να θυμίσουμε το τραγικό ατύχημα στο παλαιό διυλιστήριο της «Πετρόλα» στην Ελευσίνα πριν μερικά χρόνια όπου βρήκαν τραγικό θάνατο 13 εργαζόμενοι όταν ανατινάχθηκε μέρος των εγκαταστάσεων, οι οποίες μάλιστα δεν λειτουργούσαν αλλά ήταν σε φάση συντήρησης. Ακόμα ένα πρόσφατο παράδειγμα ήτο το ατύχημα το 2005 στο διυλιστήριο της BP στο Τέξας με 15 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες και άλλα μικρότερα σε διάφορα μέρη του κόσμου. Βέβαια με δεδομένο τον τεράστιο όγκο των καυσίμων που διακινούνται – μόνο στην Ελλάδα ξεπερνούν τους 20.0 εκατ. τόνους το χρόνο- το ποσοστό ατυχημάτων είναι ελάχιστο αφού τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια και εφαρμόζονται με μεγάλη σχολαστικότητα. Στον τομέα του φυσικού αερίου το θέμα της ασφάλειας είναι εξ’ ίσου σοβαρό αλλά διαφορετικής μορφής. Οι πιθανότητες ατυχημάτων είναι άλλου είδους με μεγάλο ποσοστό να αντιστοιχεί σε βλάβες και διαρροές δικτύων (και ενίοτε πολύνεκρα ατυχήματα, βλέπε Ronan Point, Λονδίνο) ενώ τα δίκτυα μεταφοράς και οι σταθμοί LNG έχουν ενσωματωμένα συστήματα ασφαλείας τεραστίων αντοχών με άμεση δυνατότητα απομόνωσης των τμημάτων που παρουσιάζουν πρόβλημα πχ σε ατύχημα που έγινε πριν λίγες εβδομάδες στο βουλγαρικό τμήμα του αγωγού που μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ελλάδα μόλις η καταστροφή του τμήματος του αγωγού έγινε αντιληπτή από το σύστημα τηλεμέτρησης αυτό απομονώθηκε αμέσως χωρίς να υπάρξουν επιπτώσεις, πέρα από την διακοπή μεταφοράς αερίου για λίγες μόνο ημέρες. Στην περίπτωση των εγκαταστάσεων πετρελαίου (διυλιστήρια, μεταφορικά μέσα, αποθηκευτικοί χώροι) και φυσικού αερίου εξ’ ίσου σοβαροί εμφανίζονται να είναι οι κίνδυνοι από ασύμμετρες απειλές, αφού μια τρομοκρατική ενέργεια δεν είναι δύσκολο να επιχειρηθεί, ενώ οι επιπτώσεις είναι συνήθως θεαματικές σε υλικές καταστροφές και ανθρώπινα θύματα. Είναι γεγονός ότι οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε τρομοκρατικές ενέργειες όπως δείχνει η πρόσφατη εμπειρία στην Σαουδική Αραβία μετά από σειρά δολιοφθορών την ευθύνη των οποίων έχει αναλάβει η Αλ Κάιντα. Μέσα από την πρόσφατη εθνική τραγωδία αναδείχθηκαν θέματα που αφορούν την ασφάλεια των μονάδων παραγωγής, αποθήκευσης και διακίνησης ενεργειακών πόρων στην Ελλάδα. Ο κίνδυνος που διέτρεξαν οι μονάδες της ΔΕΗ σε Μεγαλόπολη και Αλιβέρι, όπως και τα προβλήματα στα δίκτυα μεταφοράς της Επιχείρησης αποτελούν χειροπιαστά παραδείγματα απειλής. Το ίδιο ισχύει για τους χώρους αποθήκευσης και τα δίκτυα διανομής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η ύπαρξη αυτόνομων συστημάτων πυροπροστασίας στις ανωτέρω εγκαταστάσεις δεν μπορεί να μας καθησυχάζει. Το παράδειγμα της αρχαίας Ολυμπίας, όπου το σύστημα πυρασφάλειας τέθηκε εκτός μάχης μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οδηγώντας στην μεγάλη καταστροφή του ιστορικού αυτού τόπου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι πιστεύουμε αρκετό. Η Ελλάδα είναι χώρα ενεργειακά ευάλωτη. Η επάρκεια του συστήματος ηλεκτροδότησης είναι οριακή και η οποιαδήποτε ζημιά προκαλείται σε αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μερικό ή ολικό μπλακ άουτ, με καταστροφικές συνέπειες στην αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων που απειλούν τις ζωές των συνανθρώπων μας. Το ίδιο εφιαλτική είναι και η προοπτική φυσικής καταστροφής ή δολιοφθοράς σε ενεργειακές εγκαταστάσεις (διυλιστήρια, αγωγοί, σταθμοί παραγωγής) η οποία συνιστά άμεση απειλή για ανθρώπινες ζωές και περιβάλλον. Η ανάγκη για βελτίωση και προστασία των ενεργειακών υποδομών της χώρας προβάλλει ακόμη επιτακτικότερη μέσα από αυτή την τραγωδία που βιώνουμε. Είναι, επομένως, επιβεβλημένη όσο ποτέ άλλοτε, έστω και παραμονές εκλογών, η πλήρης επανεξέταση του συστήματος ασφαλείας των ενεργειακών εγκαταστάσεων της χώρας με στόχο τη βελτίωσή τους – όπου χρειαστεί – αλλά και την ευαισθητοποίηση του κρατικού μηχανισμού γενικότερα.