Του Γιώργου Καπόπουλου
Το πιο βαρύνον πολιτικά τμήμα της ομιλίας Γκιούλ αμέσως μετά την εκλογή του πέρασε απαρατήρητο στη χώρα μας μέσα σε μια ειδησεογραφία κυριαρχούμενη από τις πυρκαγιές και την προεκλογική αντιπαράθεση. Σε μεγάλο βαθμό υποβαθμίσθηκε ακόμη και στην ίδια την Τουρκία, καθώς εφημερίδες και κανάλια έδωσαν προτεραιότητα στις διαβεβαιώσεις του νέου προέδρου για σεβασμό του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Ο Γκιούλ, και προφανώς δια μέσω αυτού ο Ερντογάν, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα για την πολιτική που θα ακολουθήσουν στο Κουρδικό εντός συνόρων, μια γραμμή πλεύσης που σε μεγάλο βαθμό θα ορίσει και την πολιτική για τη διαχείριση του ίδιου προβλήματος εκτός συνόρων. «Ενα κράτος δεν μπορεί να αποκαλείται σύγχρονο, αν έστω και ένας πολίτης του υφίσταται διακρίσεις λόγω της θρησκευτικής, γλωσσικής και εθνικής του προέλευσης» είπε ο Γκιούλ. Το στοίχημα είναι μεγάλο και ριψοκίνδυνο: Μπορεί μια δημοκρατική Τουρκία που θα σέβεται τη γλώσσα και την ιδιαίτερη ταυτότητα των Κούρδων να σβήσει από τη μνήμη τα τραύματα της σκληρής καταστολής των τελευταίων περίπου είκοσι πέντε χρόνων και να κάνει τον πληθυσμό των νοτιοανατολικών περιοχών της χώρας να αισθανθεί και να κινηθεί ως ισότιμος παίκτης στο παιχνίδι της πολιτικής ομαλότητας και συνταγματικής νομιμότητας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, όμως σε κάθε περίπτωση το μετριοπαθές Πολιτικό Ισλάμ που διεκδικεί τον εκσυγχρονισμό της Κεμαλικής Κληρονομιάς διαθέτει ένα σοβαρό πλεονέκτημα απέναντι στους Κούρδους: Τον κοινό θρησκευτικό παρονομαστή του Σουνιτικού Ισλάμ που νομιμοποιείται πλέον ως συνιστώσα της νέας υπό διαμόρφωση καθεστωτικής ταυτότητας. Λίγο πριν από την έκρηξη της κρίσης για την υποψηφιότητα Γκιούλ στα τέλη του περασμένου Απριλίου ο επικεφαλής της στρατιωτικής δικτατορίας στην περίοδο 1980-83 και Πρόεδρος της χώρας μέχρι το 1989, στρατηγός Εβρέν, πρότεινε την περιφερειακή αποκέντρωση με τοπικές εξουσίες που να παραπέμπουν σε αυτές των Πολιτειών των ΗΠΑ έτσι ώστε στο πλαίσιο της εθνικής και κρατικής ενότητας να μπορέσουν οι Κούρδοι να αποκτήσουν περιφερειακή αυτονομία σε τοπική βάση. Η παραπάνω κατεύθυνση, αυτήν που προσδιόρισε χωρίς περιφράσεις ο Εβρέν και διατύπωσε πιο προσεκτικά ο Γκιούλ, είναι μονόδρομος για την Αγκυρα: Η σκληρή καταστολή στο εσωτερικό και η εμπλοκή σε περιπέτειες στο Βόρειο Ιράκ οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επιδείνωση του προβλήματος, στο βραχυκύκλωμα του εκδημοκρατισμού, αλλά και σε μετωπική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και την E.E. Η πολιτική αντιμετώπιση του Κουρδικού στο εσωτερικό επιτρέπει στην Αγκυρα να προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα στο Ιράκ και να προβάλει αντί για απειλή ως έρεισμα εξισορρόπησης για την Αυτόνομη Κουρδική Οντότητα τόσο απέναντι στην Βαγδάτη όσο απέναντι στην Τεχεράνη. Τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται ως σενάρια επιστημονικής φαντασίας και ως ασκήσεις επί χάρτου αλλά μια προσεκτική ματιά στο παρελθόν, το πρόσφατο και το απώτερο δείχνει το αντίθετο: Μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 ο Οζάλ, πρόεδρος της χώρας τότε, χωρίς δηλαδή πραγματική δυνατότητα υλοποίησης των επιλογών του, ήλθε σε σύγκρουση με τη στρατιωτική ηγεσία, καθώς πρότεινε να επενδύσει η Τουρκία στη χειραφέτηση των Κούρδων του Βορείου Ιράκ, αντί να φοβάται αυτή την εξέλιξη. Με την έναρξη της ανταρσίας του κατά της Συνθήκης των Σεβρών και του Σουλτάνου το 1920, ο Κεμάλ παρουσίασε το όραμα του νέου κράτους ως κοινής στέγης Τούρκων και Κούρδων, μια γραμμή πλεύσης που τήρησε μέχρι και το 1926, όταν υπό την απειλή γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης με τη Βρετανία έπαυσε να διεκδικεί την προσάρτηση της επαρχίας της Μοσούλης. Το στοίχημα των Ερντογάν-Γκιούλ είναι δύσκολο: Η επιτυχία του συνεπάγεται την κατάργηση ενός προνομιακού πεδίου δράσης τόσο για τις δυνάμεις καταστολής -τον Στρατό και τη Στρατοχωροφυλακή- όσο και για το ΡΚΚ παρά τις κατά καιρούς διαβεβαιώσεις του ότι θέλει να μετατραπεί σε ένα πολιτικό κόμμα. Το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ ξεκινά όμως με το πλεονέκτημα ότι κυριαρχεί στις κουρδικές περιοχές. (Από την Εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ 03/09/2007)