Της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου
Πρόσωπο χαραγμένο από τα χρόνια και το μόχθο. Κάθε ρυτίδα και μια ιστορίας μάχης για το ψωμί. Εκεί είδε η ίδια το φως, εκεί γέννησε τα παιδιά της, εκεί τα ανάστησε και τα καμάρωσε να μεγαλώνουν, εκεί στην πλαγιά του βουνού, δίπλα στα δέντρα τα ψηλά και τα πράσινα βοσκοτόπια, σκηνικό πανέμορφο, θεϊκό μέσα στο οποί ξετυλίχθηκαν όλες οι φάσεις της ζωής της… Την είδα σε μία από τις τραγικές εικόνες, που κατέγραψε η τηλεοπτική κάμερα. Μια γυναίκα από κάποιο ορεινό χωριό της καμένης Πελοποννήσου, που μάλλον δεν είχε φύγει ποτέ από τον τόπο της. Την κοίταζα και μάντευα τη ζωή της. Από τα παιδικά της χρόνια την έβαλαν στον αγώνα για την επιβίωση. Να φροντίση τα μικρότερα αδέρφια, να αρμέξη τα πρόβατα, να βοηθήση στο μάζεμα της ελιάς. Λίγες οι χαρές, λίγα τα παιχνίδια των παιδιών της υπαίθρου. Πριν καλά- καλά το καταλάβουν, φθάνουν στην ηλικία γάμου και ο αγώνας για την επιβίωση συνεχίζεται εντονώτερος, επειδή τώρα έχουν ευθύνη για ολόκληρη οικογένεια. Τα είχε καταφέρει στη ζωή της η γυναίκα του ορεινού χωριού. Τα είχε καταφέρει όχι μόνο να μεγαλώση τα παιδιά της, αλά και να αποκτήση ένα δικό της σπίτι, από καλύβι το έκανε παλάτι, το επίπλωσε, το εξόπλισε με ηλεκτρικές συσκευές για να χαίρεται την……χλιδή του. στην αυλή του σπιτιού ήταν τα ζώα, κότες, κουνέλια και φύλακας ο πιστός σκύλος της. Στους τρεις σταύλους τα πρόβατα…Και έπειτα όλα κάηκαν. Οι κότες, τα κουνέλια, ο σκύλος, το σπίτι, τα δέντρα, τα ψηλά πράσινα βοσκοτόπια, τα πρόβατα, οι ελιές, ο ιδρώτας μιας ζωής. Έμεινε μόνο η ίδια και τα κουφάρια. «Τι να κάνω τώρα;» τριγύριζε στα καμένα δωμάτια του σπιτιού της χωρίς καν να κοιτάζη την κάμερα, σαν να μην είχε προσέξει την παρουσία του φακού και των δημοσιογράφων, σαν να ένιωθε μόνο τη μοναξιά της. «Τι να κάνω τώρα;» ερώτημα απελπισίας στο οποίο δεν περίμενε απάντηση, ποιος να της δώση απάντηση; Τι να της πη; Ότι όλα όσα είχε, έγιναν αποκαΐδια, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να ακυρώθηκαν όλες οι ημέρες της ζωής της; Όλα στάχτη, όλα τίποτα; Τι να κάνη τώρα αυτή που πίστευε ότι είχε επιτύχει στη ζωή της, ότι είχε φθάσει σε μία ηλικία όχι για να ξαποστάση, αλλά για να ελαφρύνη το ημερήσιο πρόγραμμα του μόχθου και να χαρή στους καρπούς των κόπων της; Ονειρευόταν, να έχη αυτή την κατάληξη, να στολίζη το «παλάτι» της, να περιμένη τα παιδιά και τα εγγόνια της τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα, να βγαίνη το πρωί στη βεράντα της και να παίρνη βαθιές ανάσες του βουνίσιου αέρα, φορτωμένου από τις μυρωδιές του θυμαριού και των βρεγμένων πεύκων. Τι να κάνη τώρα αυτή η τραγική γυναίκα, που δεν της έμεινε ούτε μια φωτογραφία από την ζωή της; Τι να κάνουν τώρα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν τίποτε και που δεν μπορούν ακόμη να καταλάβουν, πως έγινα αιφνιδίως φαντάσματα σε δεκάδες Γκουέρνικες; Τι να κάνουν τώρα με τις αποζημιώσεις, με τις οποίες θα τους ελεήσει η κρατική φιλευσπλαχνία, καθρεφτάκια και χάντρες αντί για το δικό τους χρυσάφι. Αποζημιώνεται το χαμένο παρελθόν; (Από την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 30/08/2007)