Του Κ.Ν. Σταμπολή
Εν όψει των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου και της συζήτησης η οποία επιχειρείται για την οικονομία από περιορισμένο αριθμό πολιτικών, αφού για μία ακόμη φορά αυτήν την έχουν επισκιάσει μικροπολιτικά και εντελώς δευτερεύοντα θέματα, είναι κατά την άποψή μας αναγκαία μία ανασκόπηση και εκτίμηση για την συμβολή του ενεργειακού τομέα, ο οποίος ως γνωστό αποτελεί μία από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας (15% του ΑΕΠ). Άμεσα συνυφασμένη με τον προβληματισμό αυτό είναι ασφαλώς και η συζήτηση για το περιβάλλον, ο ρόλος του οποίου στην διαμόρφωση μιας βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής γίνεται ολοένα και πιο ισχυρός όπως ανέδειξαν οι πρόσφατες εξελίξεις σε Κοινοτικό επίπεδο. Δηλαδή οι τρεις παράλληλοι στόχοι μέχρι το 2020 που ετέθησαν πρόσφατα από την ΕΕ για το 20% μείωση σε εκπομπές θερμοκηπίου, 20% εξοικονόμηση ενέργειας και 20% συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο. Στην χώρα μας όπου η προστασία και αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως μετά την πρόσφατη εθνική τραγωδία, θα έπρεπε κανονικά ν’ αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα θέμα συζήτησης της προεκλογικής περιόδου απ’ όλα ανεξαρτήτως τα κόμματα, κάτι που δυστυχώς δεν ισχύει, η προτροπή για μία συζήτηση γύρω από την ενεργειακή στρατηγική ίσως να ακούγεται ως μία περιττή πολυτέλεια. Πράγματι, για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών μας η συμμετοχή του ενεργειακού στο οικονομικό και περιβαλλοντικό γίγνεσθαι δεν σημαίνει απολύτως τίποτα αφού αυτοί αδυνατούν ν’ αντιληφθούν τους συσχετισμούς που υπάρχουν μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, προστασίας του περιβάλλοντος (πχ μείωση εκπομπών αερίου) επενδύσεων και δημιουργίας απασχόλησης. Η εξασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, και μάλιστα μ’ ένα ευγενές και ελάχιστα ρυπογόνο καύσιμο όπως το φυσικό αέριο, ήτο λογικό να αποτελέσει μία από τις βασικές προτεραιότητες της απερχόμενης κυβέρνησης. Έτσι προωθήθηκαν οι στόχοι για την δημιουργία νέων αγωγών φ. αερίου οι οποίοι πέρα από τις επιπλέον ποσότητες που θα εξασφαλίσουν (η Ελλάδα καταναλώνει σήμερα γύρω στα 3.0 δισεκ. κυβικά μέτρα με πρόβλεψη για 5.5 δισεκ. το 2010 διπλασιασμό μέχρι το 2015) βοηθούν στην διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας. Υπό αυτή την έννοια η σχεδίαση και κατασκευή του Ελληνο- Τουρκικού αγωγού διασύνδεσης (interconnector) αποτελεί αναμφίβολα μία σημαντική εξέλιξη αφού ο αγωγός αυτός, ο οποίος τίθεται σε πλήρη εμπορική λειτουργία εντός των ημερών, εξασφαλίζει στη χώρα μας σημαντικές πρόσθετες ποσότητες αερίου και νέους προμηθευτές (δηλ. Τουρκία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν). Επίσης, ο αγωγός αυτός θέτει τα θεμέλια για την κατασκευή του μεγάλου Ελληνοιταλικού αγωγού (IGI) ο οποίος και θ’ αξιοποιήσει την Ελλάδα ως χώρα transit για τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων αερίου (10-12 BCM’s) προς την απαιτητική αγορά της Ιταλίας. Η ολοκλήρωση αυτού του έργου αναβαθμίζει ουσιαστικά τη θέση της Ελλάδας σε περιφερειακό επίπεδο όπου και θα μπορεί πλέον να διεκδικήσει σημαντικό ρόλο. Η αναβάθμιση του τερματικού σταθμού LNG στην Ρεβυθούσα η οποία και αυτή ολοκληρώθηκε πρόσφατα, αποβλέπει στον ίδιο στόχο, δηλαδή την δυνατότητα υποδοχής μεγαλύτερων ποσοτήτων υγροποιημένου αερίου από άλλους προμηθευτές πέραν της Αλγερίας αλλά και την ευελιξία που προϋποθέτει μία καθαρά εμπορική λειτουργία του τέρμιναλ. Παράλληλα ενιχύσθηκε το εθνικό δίκτυο αγωγών αερίου με την κατασκευή πολλών κλάδων και δικτύων πόλεων και την πρόσβαση φ. αερίου σε νέες περιοχές (λ.χ. Θεσσαλία, Αν. Μακεδονία, Κόρινθος, Πελοπόννησος). Μ΄ ένα επενδυτικό πρόγραμμα 900 εκ. ευρώ η ολοκλήρωση του νέου πανεθνικού δικτύου θα προσφέρει στην χώρα μας τεράστιες δυνατότητες για διαφοροποίηση της πετρελαϊκά εξαρτημένης ενεργειακής της οικονομίας, γι αυτό και η ολοκλήρωση και συμπλήρωση του έργου αυτού θα πρέπει ν’ αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα για την νέα κυβέρνηση. Ο διαχωρισμός μεταξύ ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ, δηλ μεταξύ ιδιοκτήτη και διαχειριστή, των υποδομών φ. αερίου η οποία επίσης επετεύχθη επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης όπως και το νέο νομικό πλαίσιο για την απελευθέρωση της αγοράς φ. αερίου (Ν. 3428/2005), διευκολύνει τις επενδύσεις, την ανάπτυξη των δικτύων και την κατασκευή νέων ανεξάρτητων αγωγών (πχ διακομιστικός αγωγός TAP) και γενικά την δραστηριοποίηση νέων παικτών σε μία ανταγωνιστική αγορά. Η δημιουργία μίας ανοικτής αγοράς θα διευκολυνθεί σημαντικά με μία μετοχοποίηση της ΔΕΠΑ αφού αυτή θα εισάγει νέους μετόχους στην σκηνή, θ’ αποφέρει επιπλέον έσοδα στο κράτος και θα τονώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον. Βέβαια το εγχείρημα περικλείει σημαντικές δυσκολίες λόγω της υπάρχουσας συμμετοχής της ΕΛΠΕ (35%) και του οπτιόν της ΔΕΗ (30%). Και στον τομέα του πετρελαίου εδόθη μεγάλη έμφαση στις διεθνείς διασυνδέσεις με αποκορύφωμα την υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας- Βουλγαρίας- Ρωσίας για την κατασκευή του στρατηγικής σημασίας πετρελαιαγωγού Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολης. Όμως, παρά την δυνατή Ρωσική υποστήριξη (όχι χωρίς σημαντικά οφέλη για τη Μόσχα) η κατασκευή του έργου κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη είναι λόγω της εμπλοκής του Καζακστάν (με την προφανή υποστήριξη των ΗΠΑ) το οποίο απαιτεί ουσιαστικά μερίδιο στην νέα υπό σύσταση εταιρείας διαχείρισης. Γι αυτό η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την πρόοδο του έργου και να πιέσει την Ρωσική κυβέρνηση, εν ανάγκη απειλώντας με αποχώρηση και καταγγελία της συμφωνίας, προκειμένου να εξασφαλισθεί η Ελληνική συμμετοχή και να προχωρήσει η κατασκευή του πετρελαιαγωγού. Στον τομέα της διύλισης και εμπορίας ο απολογισμός της κυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας είναι μάλλον μηδενικού αθροίσματος. Διότι, από την μία πλευρά κατάφερε να ελέγξει την άνοδο των τιμών των προϊόντων, παρά την σημαντική άνοδο των διεθνών τιμών (100% αύξηση τα τελευταία 3 ½ χρόνια) μέσω της συστηματικής δημοσιοποίησης των τιμών σε όλη τα χώρα εντείνοντας τον ανταγωνισμό σε επίπεδο εταιρειών και πρατηρίων, από την άλλη πλευρά όμως δεν σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος στην πάταξη της νοθείας και λαθρεμπορίας που μαστίζει τη χώρα. Εδώ παίζονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα και η γενική αίσθηση είναι ότι η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας δεν τόλμησε να τα βάλει με τους ντόπιους βαρώνους του μαύρου χρυσού. Αν και ο τομέας του ηλεκτρισμού δημιούργησε στην κυβέρνηση πλείστα όσα προβλήματα, ιδιαίτερα στη ΔΕΗ η διοίκηση της οποίας άλλαξε τρεις φορές μέσα σε τρία χρόνια, ήτο εδώ που προχώρησαν σημαντικά θέματα και έγιναν τομές στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Πέρα από το νέο νομικό πλαίσιο (βλέπε Ν.3426/2005) υπήρξε πλήρης δραστηριοποίηση στην ημερήσια αγορά ηλεκτρισμού του ΔΕΣΜΗΕ όχι μόνο από τη ΔΕΗ αλλά και από ανεξάρτητους παραγωγούς και εμπόρους. Παράλληλα ανελήφθησαν σοβαρά επενδυτικά προγράμματα, εκτός διαγωνισμού ΔΕΣΜΗΕ (δηλ. χωρίς επιδότηση) από ιδιώτες παραγωγούς με την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλέπε ΤΕΡΝΑ, Μυτιληναίος). Η πρόκληση για την νέα κυβέρνηση θα είναι το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς με την συμμετοχή περισσότερων ανεξάρτητων παραγωγών, η τέταρτη μετοχοποίηση της ΔΕΗ και ριζική αναθεώρηση του μοντέλου λειτουργίας της με μία ενδεχόμενη πώληση μικρού αριθμού των παραγωγικών της μονάδων, κάτι που θα βελτιώσει αυτομάτως τα οικονομικά της και παράλληλα θα δημιουργήσει ένα δεύτερο ισχυρό πόλο, απαραίτητη συνθήκη για την επιδιωκόμενη δημιουργία υγιούς ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) απετέλεσαν για την κυβέρνηση ένα σοβαρό πεδίο δραστηριοποίησης (βλέπε Ν. 3468/2006) εν τούτοις η αγορά δεν μπόρεσε να απογειωθεί δέσμια των σοβαρών αγκυλώσεων και δυσλειτουργιών του διοικητικού μηχανισμού. Οι σαφώς βελτιωμένες τιμές που προσφέρθηκαν στους παραγωγούς, ιδίως για φωτοβολταϊκές εφαρμογές, δεν συνέβαλλαν στην ανάκτηση του χαμένου εδάφους με αποτέλεσμα η χώρα να παραμένει τραγικά πίσω, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε συνολική εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ (μόλις 900 MW) αλλά και στην νοοτροπία αποδοχής των Ανανεώσιμων Πηγών. Ναι μεν είναι πάγκοινο το αίτημα για καθαρή ενέργεια πλην όμως σε τοπικό επίπεδο η παρουσία αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων ή και μικρών υδροηλεκτρικών ενοχλεί κάποιους πολύ περισσότερο από την άναρχη και κακόγουστη δόμηση. Εδώ η νέα κυβέρνηση θα έχει πολύ δουλειά να κάνει με κύριο στόχο την απλοποίηση των διαδικασιών, τη νομική οχύρωση των εφαρμογών μέσω ενός αναθεωρημένου και φιλικού χωροταξικού πλαισίου και την ευρεία προβολή των ΑΠΕ με στόχο την κοινωνική αποδοχή τους. Εάν μας επιτραπεί να κάνουμε μία χονδροειδή προσθαφαίρεση για το έργο της απερχόμενης κυβέρνησης θα λέγαμε ότι αυτό ήτο μάλλον θετικό ιδιαίτερα ως προς το νομοθετικό περιεχόμενό του και στις βάσεις που έθεσε για ένα πραγματικό άνοιγμα της αγοράς. Μόνο που αυτό δεν έγινε τώρα αλλά επίκειται όπως αρκετές άλλες εξελίξεις ιδιαίτερα στον τομέα των ΑΠΕ όπου και εδώ ετέθησαν τα θεμέλια για μεγάλης κλίμακας επενδύσεις. Εκεί που η απερχόμενη κυβέρνηση αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα ήτο στην καθημερινή διαχείριση όπως έδειξαν οι δυσκολίες στη ΔΕΗ και η επάρκεια του δικτύου γενικότερα. Η καθυστέρηση λήψης κρίσιμων αποφάσεων την περίοδο 2004-2005 για την αύξηση της ισχύος του εθνικού δικτύου, από ΔΕΗ και ιδιώτες, και οι τραγικές συνέπειές τους δυστυχώς θα φανούν το ερχόμενο έτος. Εάν κάτι πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την επόμενη κυβέρνηση είναι η ανάγκη συντονισμού και έγκαιρου προγραμματισμού μέσω τακτικών διαβουλεύσεων με τους σοβαρούς παίκτες της αγοράς και η εγκατάλειψη της κρατικίστικης προσέγγισης (που αποβλέπει στον απόλυτο έλεγχο της αγοράς) όπως έγινε με τον αποτυχημένο διαγωνισμό του ΔΕΣΜΗΕ.