του Ανδρέα Ανδριανόπουλου Το γιγαντιαίο σούπερ τάνκερ σκίζει τη στιγμή αυτή τα φουσκωμένα νερά του Ινδικού Ωκεανού κατευθυνόμενο προς τον Περσικό Κόλπο. Σε λίγα εικοσιτετράωρα θα προσεγγίσει στο ιρακινό λιμάνι Ελ Μπάκρ φορτώνοντας αργό πετρέλαιο, με τελικό προορισμό το λιμάνι του Χιούστον των Ηνωμένων Πολιτειών. Εφ΄όσον περιγράφουμε ένα πραγματικό γεγονός και δεν αναλύουμε μιά υπόθεση συγγραφικής φαντασίας γίνεται αυτονόητο πως το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στο Ιράκ και τις Ηνωμένες Πολιτείες που περιγράφεται από την ειδησεογραφία του διεθνούς τύπου φαντάζει σχεδόν εξωπραγματικό. Εξ’ ίσου απίθανος φαντάζει ένας τελικός πόλεμος ανάμεσα στις χώρες αυτές και για όσους μελετούν προσεκτικά τοποθετήσεις, αναλύσεις και πραγματικά γεγονότα που διαπερνούν το κλίμα των αμερικανο-ιρακινών σχέσεων. Δεν φαίνεται δυνατό για την αμερικανική κυβέρνηση να μπορέσει να πείσει τη δική της κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου πολέμου. Και δεν υπάρχει προηγούμενο κυβερνήσεων που να εμπλέκονται σε πολεμικές αναμετρήσεις δίχως προηγουμένως την καλλιέργεια ενός κλίματος ενεργητικής εσωτερικής υποστήριξης ενός παρόμοιου εγχειρήματος. Πριν από ενάμισυ περίπου χρόνο η σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του αμερικανού προέδρου Κοντολίζα Ράις κατηγορηματικά υποστήριζε πως τα πυρηνικά του Ιράκ, αν υπάρχουν, δεν ενέχουν καμμία απολύτως έννοια απειλής για τις ΗΠΑ. «Τα πυρηνικά όπλα του Ιράκ -έγραφε στο έγκυρο Foreign Affairs- δεν θα είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν διότι κάθε τέτοια απόπειρα θα κατέληγε στην ολική τους εθνική εξαφάνιση». Τι άλλαξε και λίγους μήνες μετά κάποιοι εμφανίζονται να εκτιμούν πως αν ο Σαντάμ δεν ανατραπεί τα όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν; Οπως ορθότατα μάλιστα σημειώνουν οι καθηγητές John Mearshelmer (Σικάγο) και Stephen Walt (Χάρβαρντ) στο άρθρο τους “An Unnecessary War” (Ενας Αχρείαστος Πόλεμος) στο μεγάλου κύρους περιοδικό Foreign Policy (Noέμβριος/Δεκέμβριος 2002), ο Χουσείν, κι αν ακόμη αποκτήσει πυρηνικά όπλα, είναι αδύνατον να τα διαθέσει στα δίκτυα τρομοκρατών του Μπίν Λάντεν. Αφ’ ενός μεν διότι οι σχέσεις τους είναι σχεδόν εχθρικές (ο Σαντάμ είναι ένας από τους αντι-ισλαμιστές Αραβες ηγέτες που ο Μπίν Λάντεν σιχαίνεται) αλλά και διότι έτσι ο δικτάτορας του Ιράκ δεν θα είχε τον έλεγχο της τύχης αυτών των όπλων αλλά και των στόχων που θα χτυπούσαν. Το Ιράκ (αλλά και ο Σαντάμ προσωπικά) θα κινδύνευαν –λόγω αναταπόδοσης- να καταστραφούν από την αλόγιστη κι ανεξέλεγκτη χρήση των όπλων αυτών απο την Αλ Κάιντα. Οπως δήλωσε και ο διευθυντής της CIA Τζώρτζ Τένετ, τον Οκτώβριο του 2002, «Ο Σαντάμ είναι αδύνατον να εξαπολύσει επίθεση με όπλα μαζικής καταστροφής εναντίον στόχων των ΗΠΑ εφ’ όσον δεν προκληθεί». Ο Τζώρτζ Τένετ όμως καθόταν, απόλυτα ανέκφραστος, πίσω από τον Κόλιν Πάουελ την ώρα που ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών ανέπτυσσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μιά σειρά από θέσεις που ουσιαστικά έρριχναν στο δοχείο των αχρήστων τις εκτιμήσεις που ο αρχηγός της CIA είχε πολύ πρόσφατα εκφράσει. Εξ ίσου περίεργοι φάνταζαν και οι ισχυρισμοί του αρχηγού του Στέητ Ντηπάρντμεντ πως ο πόλεμος ίσως να καταστεί αναπόφευκτος στην περίπτωση που ο Σαντάμ δεν αποφασίσει να εφαρμόσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μα δεν είναι μοναχά ο Σαντάμ Χουσείν ο μοναδικός ηγέτης που αγνοεί κάποιες από τις αποφάσεις του διεθνούς αυτού συλλογικού οργάνου. Ποιές από αυτές έχει ακριβώς εφαρμόσει ο Αριέλ Σαρόν στα κατεχόμενα Παλαιστινιακά εδάφη και η κυβέρνηση της Πιόνγκ Γιάνγκ στη Βόρεια Κορέα; Και οι δύο μάλιστα αυτές κυβερνήσεις έχουν στην κατοχή τους αποδειγμένα πυρηνικά οπλοστάσια και απειλούν ενεργητικά η αποθετικά τους γείτονές τους. Δεν υπάρχει όμως κανείς που να προετοιμάζει πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι που υποστηρίζουν πως ο πόλεμος θα γίνει για τα πετρέλαια. Κι εμφανίζονται δημοσιεύματα που προβάλουν σαν δεδομένη την πρόθεση των ΗΠΑ να διαθέσουν τα πετρέλαια του Ιράκ μετά τον πόλεμο σε εταιρείες δικές τους η άλλων συμμαχικών κρατών. Αντίθετα, όμως, εκθέσεις του Στέητ Ντεπάρντμεντ και ειδικά για το σκοπό αυτό εντεταλμένες μελέτες του Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων και του Ινστιτούτου Τζέημς Μπαίηκερ III του Χιούστον (“Guiding Principles for US Post-Conflict Policy in Iraq”) συμπεραίνουν πως τα συμφέροντα των ΗΠΑ επιβάλλουν το πετρέλαιο του Ιράκ να παραμείνει στα χέρια του κράτους, το Ιράκ να μην φύγει από τον ΟΠΕΚ και επαγγελματικά στελέχη της χώρας να συνεχίσουν να αποφασίζουν για τις τύχες των πετρελαικών της αποθεμάτων. Παράλληλες θέσεις υποστηρίζει και ο Αμερικανός πρώην υφυπουργός Εσωτερικών και πρόεδρος της PFC Energy, J. Robinson West στο άρθρο του «The Pipeline To Iraq's Future» που δημοσιεύθηκε στην Washington Post στις 11 Φεβρουαρίου του 2003. Με άλλα λόγια, οι πιό έγκυροι κύκλοι της αμερικανικής κυβέρνησης υποστηρίζουν μια πολιτική «κάτω τα χέρια από τα πετρέλαια του Ιράκ» στην περίπτωση που γίνει πόλεμος και ανατραπεί ο Σαντάμ Χουσείν!! Το μόνο σίγουρο είναι πως μιά καθεστωτική αλλαγή στη Βαγδάτη θα επιτρέψει στο Ιράκ να μπεί ελεύθερα στις διεθνείς αγορές πετρελαίου από τις οποίες σήμερα εξαιρείται λόγω εμπάργκο του ΟΗΕ. Σε μιά εποχή όμως διεθνούς οικονομικής στασιμότητας και κατά συνέπεια μειωμένης ζήτησης, με τη Ρωσία να αυξάνει την παραγωγή της και με τους αγωγούς της Κασπίας υπό κατασκευή δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο οι αμερικανικές εταιρείες θα επιθυμούσαν να πλημμυρίσουν οι διεθνείς αγορές με ιρακινό πετρέλαιο συντρίβοντας έτσι τις τιμές και στέλνοντας τις μετοχές τους στον πάτο της Wall Sreet και τους διευθυντές τους στα όρια νευρικής κρίσης. Υπάρχουν βέβαια και τα γεράκια της Ουάσινγκτον – λ.χ. ο φίλος μου Ariel Cohen του Heritage Foundation, ο Richard Pearl στο Υπουργείο Αμυνας και ο Elliott Abrams στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας - που από την σκληρά νεοσυντηριτική τους οπτική γωνία θα ήθελαν δραστικές ιδιωτικοποιήσεις του ιρακινού τομέα πετρελαίων οραματιζόμενοι μια Μέση Ανατολή πνιγμένη στα πέπλα των ελεύθερων αγορών και μιάς δημοκρατικής φιλελεύθερης αναγέννησης. Η δημοκρατία όμως έχει με τον Αραβικό κόσμο την ίδια σχέση που έχει η ανάπτυξη μιάς πολυπολιτιστικής κοινωνίας ενσωμάτωσης των μεταναστών με τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος του κου Καρατζαφέρη!! Τι συμβαίνει λοιπόν ακριβώς; Η ψύχραιμη εκτίμησή μου είναι πως στο τέλος της ημέρας πόλεμος –εκτός κάποιου απρόβλεπτου απροόπτου- δεν πρόκειται να ξεσπάσει. Αν είχα και τις παραμικρές αμφιβολίες για το συμπέρασμα αυτό ήρθε να μου τις διαλύσει μια εξαιρετικά σημαντική ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης (την εβδομάδα μόλις που πέρασε) του έγκυρου συντηρητικού κέντρου μελετών της Ουάσιγκτον Cato Institute. Με την υπογραφή του διευθυντού Αμυντικής Πολιτικής του Ιδρύματος Ιvan Eland, η μελέτη αυτή συντρίβει τις δοξασίες κάποιων οραματιστών της αμερικανικής πρωτεύουσας που βλέπουν στα αυτοκρατορικά πρότυπα της Ρώμης, της Βρετανίας και του Βυζαντίου τα πεπρωμένα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην εποχή μας. Η μελέτη του Cato με τίτλο “The Empire Strikes Out: The ‘New Imperialism’ and Its Fatal Flaws” (Η Αυτοκρατορία Επιτίθεται: Ο ‘Νέος Ιμπεριαλισμός’ και οι Θανάσιμες Αδυναμίες Του) επισημαίνει δίχως περιστροφές τις καταστροφικές επιπτώσεις για τις ΗΠΑ μιάς πολιτικής παρεμβάσεων κι επιδώξεων αλλαγής καθεστώτων σε διάφορες γωνιές του κόσμου. Ο μελετητής του Cato δεν διστάζει να σημειώσει πως τέτοιες πολιτικές επιλογές θα αποδυναμώσουν τις στρατιωτικές οικονομικές υποδομές των ΗΠΑ, θα συρρικνώσουν τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας και θα υπονομεύσουν το ρόλο της ως υπερδύναμη. Και η μελέτη κλείνει με την εξαιρετικά σημαντική επισήμανση – που ταιριάζει απόλυτα με την παράδοση των Ρεπουμπλικανών όταν βρίσκονται στα ηνία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής – πως «ο πρώτος στόχος κάθε κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η ασφάλεια και η ευημερία του λαού της. Η υιοθέτηση μιάς στρατηγικής αυτοκρατορίας είναι στην πραγματικότητα εντελώς αντι-παραγωγική σε σχέση με την επιδίωξη των παραπάνω στόχων». Είναι περίπου αδιανόητο για μιά Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον να πολιτευθεί πάνω σε γραμμές εντελώς αντίθετες με τις εκφρασμένες θέσεις των ισχυρότερων συνηρητικών και οικονομικά πανίσχυρων λόμπυς και δεξαμενών σκέψης (Think Tanks) όπως είναι το Cato. Σαν συνέπεια η εκτίμηση πως όλη αυτή η πολεμική προετοιμασία αποβλέπει σε κάποιες άλλες παράπλευρες επιδιώξεις παραμένει ισχυρή. Εξακολουθώ να πιστεύω πως πόλεμος τελικά δεν θα γίνει. Το ερώτημα είναι ποιοί ακριβώς είναι οι τελικοί στόχοι αυτής της διπλωματικής και πολεμικής εκστρατείας; Εξ άλλου την οπτική αυτή της παραπλάνησης συστήνει να προσέξουν οι παραλήπτες του, ένα τελευταίο ρεπόρτο του έγκυρου Κέντρου Πληροφοριών «Στρατηγικές Προβλέψεις» (Strategic Forecast) του Τέξας, με τίτλο «Smoke and Mirrors: The United States, Iraq and Deception». Εκτιμώ πως στόχος όλων αυτών των κινητοποιήσεων δεν είναι ευθέως το Ιράκ αλλά οι μελλοντικές εξελίξεις στη Σαουδική Αραβία. Το βασιλικό καθεστώς του Ριάντ με την τωρινή του συμπεριφορά δεν αποτελεί πλέον ειλικρινή σύμμαχο των ΗΠΑ. Και δυνάμει αποτελεί και κίνδυνο για τους συμμάχους τους (Ινδία, Κίνα, Ευρώπη) γενικότερα. Ο με οποιοδήποτε τρόπο στρατιωτικός έλεγχος του Ιράκ από τις ΗΠΑ θα σημάνει ουσιαστικά έλεγχο της συμπεριφοράς και των όποιων διεθνών πολιτικών και οικονομικών κινήσεων της Σαουδικής Αραβίας. Πόλεμος στο Ιράκ θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε βίαιες ανατροπές και στις γειτονικές χώρες. Γνωρίζοντας αυτό οι Σαουδάραβες εργάζονται πυρετωδώς για την αποτροπή του πολέμου. Και μαζί με την Αίγυπτο, και την συνδρομή της Ρωσίας -που όμως δεν λειτουργεί εν αγνοία της Ουάσιγκτον- ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στον Σαντάμ για να παραιτηθεί. Είναι όμως παραπάνω από σίγουρο πως σε μιά τέτοια εξέλιξη -την οποία οι ΗΠΑ δείχνουν "διστακτικά" να αποδέχονται αλλά που είναι προφανές πως από την αρχή επεδίωκαν- οι αμερικανοί θα επιμείνουν στην παρουσία μιάς αγγλο-αμερικανικής ειρηνευτικής δύναμης μέσα στο Ιράκ. Με τις εξελίξεις αυτές οι ΗΠΑ θα έχουν πετύχει αναίμακτα αυτό που συνέχεια απειλούν πως θα πετύχουν με τον πόλεμο. Με σοβαρότατο οικονομικό κόστος βέβαια και με κάποιες αβαρίες στη διεθνή τους εικόνα οι αμερικανοί θα πετύχουν να εγκαταστήσουν την Τρίτη τους Μεραρχία Πεζικού στα σύνορα με την Σαουδική Αραβία και δικούς τους ανθρώπους στην κυβέρνηση και σε όλα τα κρίσιμα πόστα στο Ιράκ. Θέλουν πλέον δεν θέλουν οι Σαουδάραβες –χωρίς όμως αλλαγή καθεστώτος- θα υποχρεωθούν να αναθεωρήσουν την ανοχή που μέχρι σήμερα δείχνουν στους ακραίους Βαχαμπιστές. Επίσης, οι μετριοπαθείς δυνάμεις στην Τεχεράνη θα ενισχυθούν σημαντικά ενώ Ρώσοι, Βρετανοί, Ισπανοί και Ιταλοί (οι βασικοί δηλ. υποστηρικτές των επιδώξεων της Ουάσιγκτον) θα εξασφαλίσουν προνομιακές συμφωνίες για την αποκατάσταση των Ιρακινών καταστρεμμένων πετρελαιοπηγών και αργότερα συμβόλαια για την ανοικοδόμηση της χώρας και για ενδεχόμενες εκμεταλλεύσεις ενεργειακών κοιτασμάτων. Αντίστοιχα ζημιές, στο οικονομικό επίπεδο, θα έχουν – εφ’ όσον συνεχίσουν στην ίδια γραμμή - Γερμανοί και Γάλλοι. Το πολιτικό συμφέρον μιάς μικρής χώρας όπως η Ελλάδα επιβάλλει κινήσεις τήρησης ευαίσθητων ισορροπιών όταν τα παιχνίδια που παίζονται είναι τεράστια και τα συμφέρονα κολοσσιαία. Ανεξάρτητα αν οι επιδώξεις της Ουάσιγκτον θα εξασφαλισθούν με ειρηνικά η με πολεμικά μέσα το συμφέρον της Ελλάδας επιβάλλει την διατήρηση αποστάσεων από τους αντιμαχόμενους γεωπολιτικούς άξονες. Δεν έχουμε κανένα λόγο να εκδηλωθούμε ανοιχτά υπέρ της μιάς η της άλλης πλευράς. Στη φάση της σύγκρουσης των μεγάλων η πιό σίγουρη διπλωματική μέθοδος είναι η στρατηγική της αδράνειας και της αναμονής. «Τα κεφάλια μέσα» δηλαδή, μέχρις ότου φανεί πως εξελίσσονται τα πράγματα. Η όποια εξέλιξη μπορεί να μας προσφέρει ωφέλη εφ’ όσον δεν εκτεθούμε με κάποιον από τους αντιμαχόμενους και δεν ενταχθούμε σε σφαίρες επιρροής. Καμμιά φορά η πολιτική της αδράνειας είνια περισσότερο αποτελεσματική από την όποια αψυχολόγητη και κακοζυγισμένη πρωτοβουλία. Οπως το ελληνικών συμφερόντων τάνκερ σκίζει τις θάλασσες αγνοώντας τις γεωστρατηγικές πρακτικές έτσι και η Ελλάδα θα μπορούσε να επιδώξει το συμφέρον της απεμπλεκόμενη από τους σχεδιασμούς των διεθνών πρωταγωνιστών.

Διαβάστε ακόμα