- φαίνεται ότι εμποδίζει τους μεγάλους ομίλους πετρελαίου και φυσικού αερίου από το να επενδύσουν στην αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται μια αμφίδρομη ‘μετανάστευση’ σε ότι αφορά στις δραστηριότητες των ενεργειακών εταιρειών. με ορισμένους από τους σημαντικότερους πετρελαϊκούς κολοσσούς να δρομολογούν την είσοδό τους στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας στρέφονται σε δραστηριότητες καυσίμων, με έμφαση στον τομέα των μεταφορών.
Ωστόσο, πέρα από τα όσα ακούγονται και γράφονται σχετικά, η πραγματικότητα είναι ότι οι κινήσεις αυτές είναι μέχρι στιγμής οριακές, καθώς καθένας από τους κλάδους αυτούς, κατά την πορεία ‘μετανάστευσής’ του σε άλλο τομέα δραστηριότητας, καλείται να αντιμετωπίσει τεράστιες τεχνικές και εμπορικές προκλήσεις. Για τη βιομηχανία πετρελαίου, οι προκλήσεις αυτές είναι μάλλον περισσότερο περίπλοκες εξαιτίας της μεγάλης διαφοροποίησης μεταξύ των κανονιστικών πλαισίων που ρυθμίζουν τις σημαντικότερες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας.
«Πρόκειται για μια συζήτηση με πολλές ερωτήσεις. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις», δηλώνει στον Petroleum Economist ανώτερος αναλυτής σε κορυφαία επενδυτική τράπεζα. Η δραστηριοποίηση σε τομείς εκτός της παραδοσιακής αγοράς των πετρελαϊκών ομίλων «απαιτεί πολιτική κατεύθυνση», προσθέτει σύμβουλος της βιομηχανίας πετρελαίου, σημειώνοντας ότι αυτή η κατεύθυνση απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό στην παγκόσμια μεγαλύτερη αγορά πετρελαίου, τις ΗΠΑ. Παρά τις ηχηρές δημόσιες δηλώσεις των εταιρειών πετρελαίου και ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και πολιτικών, επενδυτές και στελέχη της βιομηχανίας δείχνουν απρόθυμοι να διατυπώσουν επίσημα τις προσωπικές τους απόψεις, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της ενεργειακής μετάβασης κρίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι ακόμη ασαφές και μακροπρόθεσμο, πολύ πέρα από τον ορίζοντα που έχουν σήμερα πολλοί επενδυτές.
«Ο κόσμος υποτιμά το πόσο μεγάλο είναι το σημερινό ενεργειακό σύστημα» και υπερεκτιμά το ποσοστό των κεφαλαιουχικών δαπανών που οι πετρελαϊκοί όμιλοι επενδύουν στην ενεργειακή μετάβαση, υποστηρίζει ένας αναλυτής. Η συμβουλευτική EY εκτιμούσε το 2018 ότι κατά την προηγούμενη τετραετία οι 10 κορυφαίες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου επένδυσαν μόνο το 6% περίπου των συνολικών κεφαλαιουχικών δαπανών τους -οι οποίες ανήλθαν σε $350 δισ.- σε «πηγές ενέργειας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και καθαρές τεχνολογίες». Μια ανασκόπηση των στοιχείων της Shell δείχνει ότι η εταιρεία, παρά τις πρόσφατες δυναμικές επενδύσεις της στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ελέγχει ηλεκτροπαραγωγική ισχύ μόλις 10GW, έναντι των 85GW που ισχυρίζεται ότι διαθέτει ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας εκτός Κίνας, η ιταλική Enel. Από τη σύγκριση αυτή, προκύπτει εύκολα το συμπέρασμα ότι η φιλοδοξία της Shell να καταστεί ο μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας παγκοσμίως είναι ένας στόχος που δε θα επιτευχθεί εύκολα.
Υιοθετώντας διαφορετικές στρατηγικές
Στο επίπεδο των ενεργειακών κολοσσών, είναι εμφανείς οι διαφορές στη στρατηγική μεταξύ των ευρωπαϊκών BP, Eni, Shell και Total, των αμερικανικών ExxonMobil και Chevron, αλλά και των κινεζικών ενεργειακών ομίλων. Ενώ οι ευρωπαϊκοί όμιλοι ενσωματώνονται στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, ενθαρρυνόμενοι από την πολιτική της ΕΕ, οι αμερικανικές εταιρείες επικεντρώνονται περισσότερο στην ανάπτυξη τεχνολογιών και οι κινεζικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι ‘εκχωρούν’ τον τομέα της ενέργειας στις κινεζικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας φαίνεται να αμφιβάλλει ότι υπάρχει μια ελκυστική και βιώσιμη ισορροπία μεταξύ του πετρελαϊκού κλάδου - που χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από υψηλό ρίσκο και υψηλές αποδόσεις- και του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος ιστορικά χαρακτηρίζεται από χαμηλό ρίσκο και χαμηλές αποδόσεις.
Οι προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ των επιχειρήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου, από τη μια και του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, από την άλλη, δεν είναι κάτι το νέο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας όπως οι γερμανικές Eon και RWE, η βρετανική Centrica και η Enel εξαγόρασαν σημαντικά assets πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ η Hess, ανεξάρτητος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ, εισήχθη στον τομέα λιανικής πώλησης αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη Φινλανδία, η IVO συγχωνεύθηκε με την εθνική πετρελαϊκή εταιρεία Neste, ενώ η Shell απέκτησε μερίδιο 50% στην εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας Intergen.
Οι περισσότερες από αυτές τις ‘συμμαχίες’ απέτυχαν, καθώς το ‘πάντρεμα’ των πετρελαϊκών εταιρειών με τις εταιρείες ηλεκτρισμού αποδείχθηκε αδύνατο. Η σύμπραξη Neste - IVO διήρκεσε μόλις έξι χρόνια, πριν διαλυθεί το 2003. Η Shell πώλησε το μερίδιό της στην Intergen το 2005, μόλις επτά χρόνια μετά την απόκτησή του.
Σήμερα, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου επεκτείνουν τις upstream και midstream δραστηριότητές τους στο φυσικό αέριο, το οποίο χαρακτηρίζεται ευρέως ως καύσιμο «μετάβασης» προς ένα μελλοντικό εξηλεκτρισμένο ενεργειακό σύστημα που βασίζεται στις ΑΠΕ. Ωστόσο, αυτές οι upstream δραστηριότητες σπάνια συμβαδίζουν με τις downstream φιλοδοξίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η BP και η Shell αυξάνουν την έμφαση που δίνουν σε τεχνολογίες ΑΠΕ και φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά το άμεσο χαρτοφυλάκιό τους αναφορικά σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο περιορίζεται σε περίπου 1GW για κάθε όμιλο.
Η Total δήλωσε σε μια παρουσίαση το Φεβρουάριο ότι έχει ως στόχο να αυξήσει το χαρτοφυλάκιό της αναφορικά σε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο στην Ευρώπη, θέτοντας ως στόχο να κατακτήσει το 15% της γαλλικής και βελγικής εμπορικής αγοράς, αναπτύσσοντας παράλληλα τις δραστηριότητες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο στις αναπτυσσόμενες αγορές μέσω μονάδων πλωτής αποθήκευσης και επαναεριοποίησης. Ωστόσο, στελέχη της βιομηχανίας ενέργειας σημειώνουν ότι, ενώ οι φιλοδοξίες -όπως αυτές της Total- είναι αξιέπαινες, όταν λαμβάνονται οι τελικές επενδυτικές αποφάσεις, οι πετρελαϊκές εταιρείες τείνουν να περιορίζουν τις επενδύσεις τους στην παροχή καυσίμων και να αποφεύγουν την περαιτέρω εμπλοκή τους στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.
Περιορισμένη η συμμετοχή των πετρελαϊκών κολοσσών στην προμήθεια ηλεκτρισμού προς τελικούς καταναλωτές
Συνολικά, οι επενδύσεις των μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών στην ηλεκτροπαραγωγή φαίνονται μικρές σε σχέση με τις δεδηλωμένες φιλοδοξίες τους. Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις τους, καμία από τις έξι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσμο δεν ελέγχει μη-διυλιστηριακή παραγωγική ισχύ άνω των 10GW, μέγεθος που αντιστοιχεί σε ένα μικρό μόλις μέρος της ισχύος που ελέγχεται από πολλές υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Ενώ πολλές εταιρείες πετρελαίου είναι ενεργές στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, λίγες δραστηριοποιούνται στην προμήθεια ηλεκτρισμού σε τελικούς χρήστες. Σημαντικές εξαιρέσεις είναι η Shell, η οποία μετονόμασε τη βρετανική εταιρεία First Utility που εξαγόρασε σε Shell Energy Retail και η Repsol, η οποία εξαγόρασε από τη Viesgo 2,9GW ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος από φυσικό αέριο και ΑΠΕ, θέτοντας ως στόχο μέχρι το 2025 να προμηθεύσει περίπου το 5% της ισπανικής αγοράς τελικών καταναλωτών.
Το προφανέστερο πεδίο ανταγωνισμού των ομίλων πετρελαίου και αερίου έναντι του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας φαίνεται να είναι αυτό των downstream καυσίμων, όπου η ‘παντοκρατορία’ των πετρελαϊκών κολοσσών έχει ήδη αμφισβητηθεί σε διάφορα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου αυτού της αποτελεσματικής ανακύκλωσης πλαστικών στη βιομηχανία χημικών, αλλά και σε ότι αφορά τις νέες προδιαγραφές για τα καύσιμα των πλοίων. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) στο Global EV Outlook 2018 προβλέπει ότι η ανάπτυξη των ηλεκτρικών οχημάτων ενδέχεται μέχρι το 2030 να μειώσει τη ζήτηση βενζίνης και πετρελαίου ντίζελ παγκοσμίως κατά 2,5 έως 4,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως σε σύγκριση με τα έως τώρα προβλεπόμενα επίπεδα.
Τα ηλεκτρικά οχήματα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό κομμάτι της αγοράς. Ενώ η ανάπτυξή τους σε ετήσια βάση είναι ταχεία, δεν αντιπροσωπεύουν ακόμη ούτε το 1% του παγκόσμιου στόλου επιβατικών αυτοκινήτων, σύμφωνα με τον IEA. Παρόλα αυτά, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και οι εθνικές εταιρείες διύλισης στην Ευρώπη προχωρούν δυναμικά στην ανάπτυξη σημείων φόρτισης, συχνά σε συνεργασία με επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας. «Η πρόκληση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων είναι πραγματική», λέει ένας Σκανδιναβός διευθυντής πετρελαϊκής βιομηχανίας, σχολιάζοντας τη νορβηγική αγορά, την περισσότερο ενεργή στον κόσμο, όπου τα ηλεκτρικά οχήματα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 40% των πωλήσεων νέων αυτοκινήτων.
Στελέχη της βιομηχανίας πετρελαίου και ηλεκτρικής ενέργειας σημειώνουν ότι η ενσωμάτωση των φορτιστών ηλεκτρικών οχημάτων στην αγορά δε μπορεί πλέον να εξαρτάται από τις εταιρείες πετρελαίου. Οι κορυφαίες πετρελαϊκές εταιρείες της ΕΕ και των ΗΠΑ έχουν πουλήσει μεγάλα μερίδια των αλυσίδων λιανικής πώλησης που διέθεταν σε εταιρείες που εξειδικεύονται στο λιανικό εμπόριο, οι οποίες φαίνονται διστακτικές απέναντι στην προοπτική ανάπτυξης νέων υποδομών για τα ηλεκτρικά οχήματα, ιδίως σε μία χρονική συγκυρία κατά την οποία αυξάνεται η ζήτηση LNG εξαιτίας της αυξημένης κατανάλωσης από τα φορτηγά. «Δεν θα υπάρχει ούτε ένα αμιγές (πετρελαϊκό) προϊόν: θα υπάρχει μία μίξη» σε μεγαλύτερα πρατήρια καυσίμων, όπου θα διατίθενται πετρελαϊκά προϊόντα, LNG, LPG και ηλεκτρική ενέργεια, λέει ο επικεφαλής του κλάδου λιανικής μιας ευρωπαϊκής εταιρείας πετρελαίου.
Αναμένονται αλλαγές του κανονιστικού πλαισίου
Τα κανονιστικά πλαίσια στις διάφορες χώρες θα πρέπει να αναμορφωθούν προκειμένου να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός πρατηρίων καυσίμων που θα προσφέρει υπηρεσίες φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, ιδίως στις χώρες εκτός της βασικής αγορά της Βορειοδυτικής Ευρώπης. Οι υποδομές φόρτισης δεν είναι δαπανηρές, αλλά «δε μπορούμε να πουλήσουμε ηλεκτρική ενέργεια σε τελικούς χρήστες» λόγω έλλειψης των σχετικών αδειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, λέει το ανωτέρω στέλεχος της ευρωπαϊκής πετρελαϊκής εταιρείας. Μια προσωρινή λύση για ορισμένα πρατήρια ήταν να χρεώνουν προμήθεια ή «τέλος στάθμευσης» στους οδηγούς που φορτίζουν τα οχήματά τους. Δεδομένης της έλλειψης νέων κοινοτικών και εθνικών κανονισμών που διέπουν τις πωλήσεις ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτοκίνητα, οι λύσεις αυτές είναι πιθανό να αποτελούν κοινό τόπο, ωστόσο επιβραδύνουν την ανάπτυξη υποδομών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
Οι πετρελαϊκές εταιρείες ενδέχεται επίσης να διαπιστώσουν ότι, καθώς οι περισσότερες φορτίσεις ηλεκτρικών οχημάτων αναμένεται να πραγματοποιούνται στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας, οι απώλειες στις πωλήσεις καυσίμων που θα φέρει η ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης θα μπορέσουν να ανακτηθούν μόνο μέσω ευρέων επιχειρήσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού έχουν παραδοσιακά το πλεονέκτημα. Εν τω μεταξύ, οι επιχειρήσεις λιανικής πώλησης καυσίμων -για πολλές από τις οποίες, οι πωλήσεις πετρελαϊκών προϊόντων στις χώρες του ΟΟΣΑ αντιπροσωπεύουν μόνο το 50% περίπου των συνολικών εσόδων- ενδεχομένως να χρειαστεί να προσαρμόσουν τη γκάμα των με πετρελαιοειδών προϊόντων που προσφέρουν, ώστε να αντισταθμίσουν την πτώση των εσόδων από τις πωλήσεις καυσίμων αυτοκινήτων.
Παρόμοιες προκλήσεις αντιμετωπίζει το λιανικό εμπόριο πετρελαίου στις ΗΠΑ και την Κίνα. Σύμφωνα με μια έκθεση του Κέντρου SIPA για την Παγκόσμια Ενεργειακή Πολιτική του Πανεπιστημίου Columbia, ούτε η κινεζική ούτε η αμερικανική αγορά παρουσιάζουν εκτεταμένη ανάπτυξη υποδομών φόρτισης στα πρατήρια καυσίμων. Και στις δύο περιπτώσεις, το κύριο εμπόδιο φαίνεται να είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο. Ο τομέας φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στην Κίνα κυριαρχείται από τις εταιρείες ηλεκτρισμού και όχι από τις εταιρείες πετρελαίου. Στις ΗΠΑ, τα πρατήρια λιανικής πώλησης καυσίμων, ενώ συνεργάζονται με εταιρείες φόρτισης, «δεν είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων λόγω του ρυθμιστικού πλαισίου που εμποδίζει τη μεταπώληση ηλεκτρικής ενέργειας».
‘Προστατευμένη’ αγορά καυσίμων
Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ, όπως η Public Service Enterprise Group του Νιου Τζέρσεϋ, προτίθενται να προσφέρουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες φόρτισης σε τοποθεσίες όπως «πολυκατοικίες, επιχειρήσεις, δημοτικές εγκαταστάσεις και ξενοδοχεία», καθώς και υπηρεσίες ταχείας φόρτισης κατά μήκος σημαντικών οδικών αξόνων. Αξιοποιώντας το αποκλειστικό δικαίωμα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος που τους εξασφαλίζει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο, οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού στις ΗΠΑ ενδέχεται να θέσουν τις πετρελαϊκές εταιρείες στο περιθώριο των μελλοντικών αγορών καυσίμων, όπως αυτές θα διαμορφωθούν υπό το βάρος της ανάπτυξης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να επιτρέψει στις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού να ανακτήσουν τις πωλήσεις ενέργειας που φάνηκε ότι χάθηκαν εξαιτίας της ενεργειακής αποδοτικότητας και της εξάπλωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ παράλληλα ενδέχεται να μπορέσουν να σφυρηλατήσουν μια ‘προστατευμένη’ αγορά καυσίμων σε βάρος των πωλήσεων βενζίνης από τις εταιρείες πετρελαιοειδών.
Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτής της ‘προστατευμένης’ θέσης στην αγορά είναι πιθανό να είναι αργή: η μέση ηλικία του στόλου οχημάτων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ υπερβαίνει τη δεκαετία, γεγονός που υποδηλώνει ότι ακόμη και σε μια μη ρεαλιστική ένα προς ένα αλλαγή από τα οχήματα εσωτερικής καύσης στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία δεκαετία προκειμένου τα ηλεκτρικά οχήματα να μπορέσουν να διαμορφώσουν αυτή την ‘προστατευμένη’ αγορά στον τομέα των μεταφορών. Εν τω μεταξύ, η αυξανόμενη κυκλοφορία φορτηγών μεγάλων αποστάσεων, τα οποία είναι λιγότερο επιρρεπή στην υποκατάστασή τους από ηλεκτρικά μοντέλα εξαιτίας των βαρύτερων αμαξωμάτων και των μεγαλύτερων αποστάσεων που καλούνται να διανύσουν, θα συνεχίσει να ενισχύει τον κλάδο της διύλισης και, μακροπρόθεσμα, την κατανάλωση LNG, υποστηρίζουν αξιωματούχοι της πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Είναι λίγα τα στελέχη από τους κλάδους πετρελαίου, φυσικού αερίου, ηλεκτρισμού ή από τον χρηματοπιστωτικό τομέα που πιστεύουν ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας πετρελαίου και φυσικού αερίου από την ενεργειακή μετάβαση θα επιλυθούν σύντομα. Ενώ οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες μπορούν να επεκταθούν στην απόκτηση επιχειρήσεων εφοδιασμού και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, φαίνεται απίθανο να μπορέσουν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τους υφιστάμενους παρόχους ηλεκτρισμού. Στις ΗΠΑ, το ρυθμιστικό κενό μεταξύ του τομέα των πετρελαϊκών προϊόντων και του τομέα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αποτρέψει τις μεταξύ τους συγχωνεύσεις. «Θα άλλαζε το προφίλ κινδύνου τους», υποστηρίζει ανώτερο στέλεχος αμερικανικής επιχείρησης ηλεκτρισμού.
Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, μια βασική πρόκληση θα είναι οι οικονομικές αποδόσεις. Στέλεχος πετρελαϊκής βιομηχανίας επισημαίνει ότι οι επενδυτές σε όλους τους κλάδους της πετρελαϊκής βιομηχανίας και της βιομηχανίας φυσικού αερίου, «από το γεωτρύπανο μέχρι την αντλία», επικεντρώνονται πλέον περισσότερο στις αποδόσεις προς τους μετόχους παρά στην ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η μετάβαση από τους στόχους απόδοσης κερδών της τάξης του 20% που έχουν οι upstream πετρελαϊκές δραστηριότητες σε επίπεδα αποδόσεων κερδών της τάξης του 8-12%, όπως προτείνει η Shell, θα αποτελέσει σημαντικό αντικίνητρο για τους επενδυτές.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι, αν οι κυβερνήσεις αποτύχουν να διατηρήσουν την πολιτική πίεση για την προώθηση της ενεργειακής μετάβασης, η πραγματική στροφή από τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στα ηλεκτρικά οχήματα μπορεί να συμβεί σε χώρες εκτός των βασικών αγορών. «Εκεί που θα παρατηρηθεί αύξηση των ηλεκτρικών οχημάτων είναι στις αναπτυσσόμενες αγορές», επειδή δεν έχουν ακόμη αναπτύξει την ενεργειακή υποδομή που διαθέτουν οι περισσότερο ανεπτυγμένες αγορές, αναφέρει σχετικά ανώτερος πετρελαϊκός αναλυτής.