Του Κώστα Ιορδανίδη Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη να συγκαλέσει άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με στόχο τη διαμόρφωση κοινής θέσεως για το Ιράκ, αναμένεται να αναδείξει περαιτέρω το χάσμα που υφίσταται μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ως προς τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, αλλά και τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια χαράξεως κοινοτικής πολιτικής, στη βάση μιας σαφούς διαφοροποιήσεως από τις θέσεις της Ουάσιγκτον. Πέραν τούτου η σύγκλιση ατύπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την προσεχή Δευτέρα είναι εκ των πραγμάτων άνευ νοήματος, διότι έπειτα της αυριανής συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που θα αποφασίσει περί του πρακτέου ως προς το θέμα του Ιράκ. Με άλλα λόγια, την Παρασκευή το βράδυ θα έχει κριθεί: · Εάν υπάρξει απόφαση του ανωτάτου αυτού οργάνου του ΟΗΕ για την κήρυξη πολέμου εναντίον του Ιράκ. · Εάν οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν με την υποστήριξη κάποιας εκ των συμμάχων τους και δίχως την υποστήριξη του συνόλου της διεθνούς κοινότητος εναντίον της Βαγδάτης. · Εάν δοθεί παράταση στους επιθεωρητές να συνεχίσουν την έρευνά τους στο Ιράκ και –το ουσιαστικό- εάν οδεύουμε προς ρήξη των σχέσεων των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων με την Ουάσιγκτον ή εάν η κρίση θα οδηγηθεί σε εκτόνωση. Η σύγκλιση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα ήταν ευεργετική εάν υπήρχε ενδεχόμενο ουσιαστικής προσεγγίσεως των απόψεων του γαλλογερμανικού άξονος και των χωρών που έχει συσπειρώσει η Βρετανία για να στηρίξει την αμερικανική πολιτική στο θέμα του Ιράκ. Πρακτικώς όμως δεν υφίσταται παρόμοια δυνατότης. Με την τροπή που έχουν λάβει οι εξελίξεις, όμως, το ζήτημα δεν είναι εάν και μέχρι ποίου σημείου μπορεί να συμφωνήσουν οι χώρες της Ε.Ε., αλλά κατά πόσο η κοινή θέση της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας στο θέμα του Ιράκ αποτελεί περιστασιακή σύμπραξη χαρακτήρα, ώστε να διαμορφώσει νέες γεωπολιτικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο. Επί του κρισιμοτάτου αυτού ζητήματος δεν είναι δυνατόν να αποφανθεί κανείς με βεβαιότητα. Επειδή λοιπόν η πρωτοβουλία της ελληνικής προεδρίας στερείται ενδιαφέροντος –πέραν του επικοινωνιακού- η διοργάνωσή της είχε ορισμένες τραγελαφικές όψεις, συνεργούσης της μεγάλης Βρετανίας, η οποία ελκόμενη από το αμερικανικό όραμα της «νέας Ευρώπης», πρότεινε τη συμμετοχή και των δέκα υπό ένταξη χωρών, στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής θέσεως, αν και η πλήρης προσχώρησή τους στην Ε.Ε. θα γίνει τον Μάιο του 2004, οπότε το θέμα του Ιράκ θα έχει μάλλον κριθεί οριστικώς. Τελικώς, συνεφωνήθη ότι οι δεκαπέντε χώρες της Ε.Ε. θα αποφασίσουν –εάν το κατορθώσουν- το βράδυ της Δευτέρας περί της ευρωπαϊκής θέσεως, υπό το φως πάντα των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, που θα έχει ήδη πραγματοποιηθεί την Παρασκευή. Την επόμενη οι δεκαπέντε κοινοτικές χώρες θα ανακοινώσουν τις αποφάσεις τους στα δέκα υπό ένταξη νέα κράτη της Ε.Ε., αλλά και στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρκία, που προσεκλήθησαν και αυτές αν και είναι άγνωστο πότε θα ενταχθούν στην Κοινότητα. Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν συγκροτούν πολιτική, αλλά απλή εκδήλωση δραστηριότητας και αμηχανίας. Πρωταγωνιστές παραμένουν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και ο όμιλος κρατών που έχουν συσπειρώσει από τη μία πλευρά, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ρωσία από την άλλη, και όχι ο χορός των είκοσι οκτώ ηγετών που θα συνωστίζονται με τον προεδρεύοντα κ. Σημίτη στις Βρυξέλλες στις αρχές της προσεχούς εβδομάδας. (Από την εφημερίδα Καθημερινή στις 13/02/03)

Διαβάστε ακόμα