Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις και η πολύ σημαντική ανάπτυξη εάν συνεχιστούν θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας και τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι.

Απαντώντας σε σειρά ερωτήσεων του ευρωβουλευτή Γ. Κύρτσου, στη χθεσινή συνεδρίαση της επιτροπής οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων της Ευρωβουλής, διαπίστωσε ότι χάρη στις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών η Ελλάδα έχει σήμερα μια σημαντική ανάπτυξη. Στους δύο αυτούς παράγοντες (μεταρρυθμίσεις, ανάπτυξη) απέδωσε και τα σημερινά χαμηλά επιτόκια στην Ελλάδα, ενώ όπως είπε το βασικό είναι να διατηρηθεί η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη των κεφαλαιαγορών προς τη χώρα. Πιστεύω ότι εάν συνεχιστεί αυτή η σημαντική πρόοδος, τότε θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις προκειμένου η Ελλάδα να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, είπε.

Για το κόκκινα δάνεια είπε ότι υπάρχει πρόβλημα στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, γιατί οδηγούν σε ευπάθεια του συστήματος και δεν χρηματοδοτείται ικανοποιητικά η οικονομία. «Είναι προς το συμφέρον της χώρας να μειωθούν και αυτό πρέπει να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο χωρίς να πληγούν ο τραπεζικός και ο ιδιωτικός τομέας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και την κοινωνική πτυχή».

Ανήσυχος για την οικονομία της Ευρωζώνης

Στην τελευταία του παρουσία ενώπιον της Ευρωβουλής, ο κ. Ντράγκι αναφέρθηκε και στην οικονομία της Ευρωζώνης, όπου δεν βλέπει πειστικά σημάδια ανάκαμψης στο κοντινό μέλλον, διαπιστώνοντας σημαντική αδυναμία στον κλάδο της μεταποίησης, ενώ προειδοποίησε ότι αυτό μπορεί να επιμολύνει και άλλους κλάδους, όπως αυτόν των υπηρεσιών.

Όπως επισήμανε στην εισαγωγική του ομιλία, η ΕΚΤ αναθεώρησε προς το χειρότερο τις προβλέψεις για την ανάπτυξη, δεδομένου ότι η οικονομία επιβραδύνθηκε περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις. Το 2019 εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1,1% και το 2020 κατά 1,2%. Η απόκλιση προς το χειρότερο είναι 0,6 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Δεκεμβρίου, ανέφερε.

Ο κ. Ντράγκι απέδωσε τη δυσμενή εξέλιξη στις διενέξεις στο εμπόριο που έπληξαν τον τομέα της μεταποίησης, ο οποίος σε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, έχει πολύ μεγάλο βάρος στο ΑΕΠ. Ο τομέας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αντιστέκεται, ωστόσο, όπως είπε, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ τόσο αυτός όσο και άλλοι τομείς θα υποστούν τις δευτερογενείς συνέπειες.

Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο αξιωματούχο, τα τελευταία στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές δεν δείχνουν πειστικά σημάδια ανάκαμψης άμεσα, αντίθετα οι κίνδυνοι παραμένουν καθοδικοί.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό, που είναι και η βασική προτεραιότητα της ΕΚΤ, είπε ότι έχει επηρεαστεί αρνητικά από αυτό το περιβάλλον και κινείται σαφώς κάτω από το διαχρονικό στόχο της κεντρικής τράπεζας που είναι το 2%. Εκτιμάται ότι φέτος και του χρόνου θα κινηθεί στη ζώνη του 1%-1,2%, ενώ το 2020 θα κυμανθεί στο 1,5%, δηλαδή και τα δύο επόμενα χρόνια θα κινείται κάτω από τον στόχο.

Οι παραπάνω αρνητικές εξελίξεις κατέστησαν επιβεβλημένη τη λήψη μέτρων από την ΕΚΤ, όπως η μείωση των επιτοκίων καταθέσεων στο -0,50% γιατί βοηθάει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ενώ ενθαρρύνει τις τράπεζες να διοχετεύουν τη ρευστότητά τους στην πραγματική οικονομία, τόνισε, προσθέτοντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν στα παρόντα επίπεδα ή και χαμηλότερα μέχρι ο πληθωρισμός να πλησιάσει τον στόχο του 2%. Το ίδιο θα συμβεί και με την αγορά ενεργητικού (ποσοτική χαλάρωση), η οποία θα συνεχιστεί, ανέφερε.

Ακόμη, ερωτηθείς σχετικά με το τί τον κάνει να πιστεύει ότι τα τελευταία μέτρα της ΕΚΤ θα πετύχουν τον στόχο, απάντησε ότι η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008 και αυτό επηρεάζει θετικά την εσωτερική κατανάλωση και θα βοηθήσει την οικονομία και τον πληθωρισμό.

Πάντως, ο κ. Ντράγκι κάλεσε χωρίς να κατονομάσει τις χώρες με μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια, εννοώντας προφανώς τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία, να ακολουθήσουν μια επεκτατική πολιτική, η οποία θα αποβεί επωφελής για όλους. Για εκείνες που δεν έχουν τέτοια περιθώρια, εννοώντας την Ιταλία, είπε ότι θα πρέπει να προωθήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να δημιουργήσουν τα περιθώρια ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν και μια σειρά αποφάσεων για την ολοκλήρωση της ΟΝΕ.

Όπως είπε, από το 2012 άρχισε να καταγράφεται μια συνεχής πρόοδος προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο έχουν μείνει κομμάτια μη ολοκληρωμένα, τόνισε και αυτά είναι η τραπεζική ένωση μέσω της εγγύησης των καταθέσεων, και η ένωση κεφαλαιαγορών.

«Όσο δεν υπάρχει κοινή εγγύηση των καταθέσεων στην Ευρωζώνη, η ΟΝΕ θα είναι ευάλωτη» υπογράμμισε, ενώ χαρακτήρισε πολύ σημαντική την ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών με την επίλυση και των τελευταίων εμποδίων, ένα από τα οποία είναι και το κοινό καθεστώς αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας.