Αναδημοσιεύουμε σήμερα μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη μελέτη-έρευνα της Μαρίας Μαρκοπούλου που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ναυτεμπορική στις 10 Φεβρουαρίου 2003. Εκτιμώντας ότι συνεισφέρουμε στο να γίνουν ευρύτερα γνωστά τα βιοκαύσιμα και οι τεράστιες δυνατότητες για βιώσιμη ανάπτυξη που προσφέρει η αξιοποίησή τους. Με την πάροδο του χρόνου τα βιοκαύσιμα αναδεικνύονται ως η εναλλακτική λύση στη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Η πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αλλά και ο επικείμενος πετρελαϊκός πόλεμος στην περιοχή της Μ. Ανατολής έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το πρόβλημα της εξωτερικής εξάρτησης του εφοδιασμού της Ε.Ε. σε καύσιμα. Αυτό σε συνδυασμό με τις πρόσφατες δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έδωσε νέα ώθηση στην αναζήτηση εναλλακτικών καυσίμων για τα ορυκτά καύσιμα. Eτσι, η Επιτροπή στην Πράσινη Βίβλο για μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού έθεσε τον στόχο της υποκατάστασης με εναλλακτικά καύσιμα κατά 20% στον τομέα των οδικών μεταφορών έως το 2020. Βασική σύσταση για την ικανοποίηση της δέσμευσης αυτής ήταν η προώθηση των βιοκαυσίμων. Η Επιτροπή στη Λευκή Βίβλο της, σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική για τις μεταφορές, κάνει την υπόθεση ότι μεταξύ 1990 και 2010 οι εκπομπές CO2 από τον τομέα των μεταφορών θα αυξηθούν κατά 50% και αποδίδει την κύρια ευθύνη για τούτο στις οδικές μεταφορές. Για το λόγο αυτό η Λευκή Βίβλος για την ευρωπαϊκή πολιτική τον τομέα των μεταφορών ζητεί την απεξάρτηση από το πετρέλαιο με τη χρησιμοποίηση βιοκαυσίμων. Η χρησιμοποίηση βιοκαυσίμων αναμένεται, να αποφέρει εξοικονόμηση περίπου 2.0 –2,5 τόνων CO2/1000 1. Όσον αφορά την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού η Επιτροπή θεωρεί ότι η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Eνωσης από τις εισαγωγές πετρελαίου θα ανέλθει από 75% που είναι σήμερα σε 85% το έτος 2020. Το 71% της τελικής ζήτησης πετρελαίου το έτος 2020 θα αναλογεί στον τομέα των μεταφορών. Διάφορες κρίσεις στον εφοδιασμό κατά τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει σαφώς πόσο ασταθής είναι η τιμή του αργού πετρελαίου και πόσο γρήγορα η αύξησή της οδήγησε σε οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Τα βιοκαύσιμα οδηγούν μέσω της διαφοροποίησης σε σταθερές συνθήκες και συνεπώς σε ασφαλή εφοδιασμό. Επιπλέον τα βιοκαύσιμα δημιουργούν νέες πηγές εισοδήματος στη γεωργία. Από μελέτες της Επιτροπής προκύπτει ότι η επίπτωση στην απασχόληση εκτιμάται σε 16 έως 26 θέσεις εργασίας ανά τόνο μονάδων ισοδύναμου πετρελαίου ανά έτος. Στο Πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής απαιτούνται ωστόσο σαφή πρότυπα για μια αειφορική παραγωγή πρώτων υλών βιοκαυσίμων προκειμένου να διασφαλιστούν περιβαλλοντικά οφέλη και στην παραγωγή. Η ίδια Επιτροπή διαπιστώνει ότι «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων στην ΕΕ είναι επιθυμητή σε πολιτικό επίπεδο για τους λόγους της αειφόρου ανάπτυξης, της μείωσης CO2, της ασφάλειας του εφοδιασμού και της πρόσθετης θετικής επίδρασης στην ανάπτυξη της υπαίθρου και τη γεωργική πολιτική». Υψηλό κόστος Τα βιοκαύσιμα προς το παρόν χρησιμοποιούνται σπανίως κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η παραγωγή τους είναι δαπανηρή. Η Επιτροπή υπολογίζει ότι το επιπρόσθετο κόστος βιοκαυσίμων είναι της τάξεως των 300 ευρώ ανά 1000 λίτρα συμβατικού καυσίμου που υποκαθίσταται. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής η τιμή του πετρελαίου θα έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στα 70 ευρώ/βαρέλι προκειμένου να φτάσουν τα βιοκαύσιμα στα επίπεδα του συμβατικού ντίζελ και της συμβατικής βενζίνης. Με την τρέχουσα τιμή του πετρελαίου περίπου 25-30 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι, το μειονέκτημα είναι εμφανές. Οι μειώσεις του φόρου έχουν κρίσιμη σημασία εάν θέλουμε να υπερβούμε το ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των συμβατικών καυσίμων. Στην πραγματικότητα η ιδέα μιας ευνοϊκής φορολογικής αντιμετώπισης των βιοκαυσίμων δεν είναι καινούργια. Η Επιτροπή ήδη το 1992 (η καλούμενη πρόταση Scrivener) πρότεινε προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση για τα βιοκαύσιμα γεωργικής προέλευσης. Η πρόταση αυτή όμως δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη μπορούν πάντως να υποβάλουν μεμονωμένες αιτήσεις για να εφαρμόσουν μειωμένο ποσοστό για τα βιοκαύσιμα. Μέχρι τώρα έξι χώρες εξασφάλισαν πλήρη ή μερική απαλλαγή για τα βιοκαύσιμα. Προκειμένου να εφαρμόσει την πρότασή της η Επιτροπή προτείνει δύο οδηγίες. Η πρώτη ορίζει υποχρεωτική ανάμειξη των βιοκαυσίμων στα καύσιμα για τον τομέα των μεταφορών με καθορισμένους στόχους, μεσοπρόθεσμα για το μερίδιο των βιοκαυσίμων στην αγορά ως ποσοστό της βενζίνης και του πετρελαίου που πωλούνται. Ο στόχος για το 2005 είναι 2%, που αυξάνεται κάθε έτος για να φθάσει το 5,75% το 2010. Η δεύτερη οδηγία είναι η οδηγία για τη «φορολογία των καυσίμων» που θα τροποποιήσει την οδηγία του 1992 για τα πετρελαιοειδή με δύο τρόπους: α. εξομοιώνει τα καύσιμα που παράγονται από τη βιομάζα σε «πετρελαιοειδή» και β. παρέχει προτιμησιακή φορολογική μεταχείριση σε αυτά τα βιοκαύσιμα. Δύο προσεγγίσεις Ενώ οι προτάσεις της Επιτροπής αντιμετωπίζουν τα βιοκαύσιμα ως ενιαία εναλλακτική λύση στο σύνολο των εναλλακτικών λύσεων για τα ορυκτά καύσιμα, η έννοια των βιοκαυσίμων καλύπτει ευρύ φάσμα προϊόντων και επιλογών παραγωγής. Ιδιαίτερα πρέπει αν γίνει διάκριση μεταξύ δύο αποκλινουσών προσεγγίσεων. Αφενός η προσέγγιση του καθαρού φυσικού ελαίου και αφετέρου η προσέγγιση της ανάμειξης βιοκαυσίμων/ορυκτών καυσίμων. Η Επιτροπή δείχνει σαφή προτίμηση για την δεύτερη προσέγγιση την οποία θα ενσωματώσει όσο το δυνατόν πιο ομαλά στο υφιστάμενο οικονομικό πλαίσιο διανομής. Στην πράξη τούτο σημαίνει ότι θα προτιμηθούν τα καύσιμα εκείνα που είναι «100% συμβατά» και δύνανται να αναμειχθούν με τη βενζίνη και το ντίζελ. Πάντως από την άποψη της παραγωγής η προσέγγιση αυτή είναι πιο πολύπλοκη καθώς απαιτεί χημικές αλλαγές και υψηλή προσφορά ενέργειας για να καταστεί το φυτικό έλαιο συμβατό με το καύσιμο κινητήρα. Τούτο θα οδηγήσει στην ανάπτυξη μεγάλων συγκεντρωμένων διυλιστηρίων. Επίσης μολονότι η προσέγγιση αυτή μπορεί να χρησιμοποιήσει το υφιστάμενο δίκτυο διανομής, οι οδηγοί αυτοκινήτων ωστόσο θα δυσκολευθούν να αισθανθούν ότι συμβάλλουν στο να καταστεί η χρήση του αυτοκινήτου πιο βιώσιμη. Η προσέγγιση της ανάμειξης βιοκαυσίμων/ορυκτών καυσίμων παρουσιάζει πλεονεκτήματα λαμβάνοντας υπόψη τους μεσοπρόθεσμους στόχους (μερίδιο της αγοράς 5,75% το 2010) επειδή η εισαγωγή στην αγορά θα είναι διαφανής για τον τελικό χρήστη και δεν θα απαιτεί προσαρμογή των κινητήρων των αυτοκινήτων. Η προσέγγιση του καθαρού φυτικού ελαίου είναι από τεχνική άποψη ελαφρότερη ως προς την παραγωγή (δεν απαιτεί χημικές διεργασίες και χαμηλή ενεργειακή κατανάλωση κατά την πίεση εν ψυχρώ) αλλά απαιτεί ξεχωριστό δίκτυο διανομής και τροποποίηση των υφιστάμενων κινητήρων ντίζελ (που εξακολουθούν να μπορούν να λειτουργούν με ντίζελ). Λόγω της μη τοξικής φύσης του καυσίμου και επειδή επιτρέπει τη λειτουργία μικρότερων διυλιστηρίων η προσέγγιση αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα αποφέρει, μακροπρόθεσμα, μεγαλύτερα οφέλη από άποψη περιφερειακής ανάπτυξης, ισορροπίας του περιβάλλοντος και δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Φυτικά έλαια Επιπλέον η προώθηση καθαρών φυτικών ελαίων θα βοηθήσει τους πολίτες να συνειδητοποιήσουν περισσότερο το περιβαλλοντικό ζήτημα παράλληλα με μεγαλύτερα πλεονεκτήματα ως προς το περιβάλλον περιλαμβανομένης της πρόληψης της ρύπανσης των υπογείων υδάτων και θα παράσχει βιώσιμο σημείο εκκίνησης για τη μετάβαση σε τομέα μεταφορών του μέλλοντος με καθαρές ενεργειακές μορφές. Ο γεωργικός κλάδος θα ωφεληθεί επίσης από την προσέγγιση αυτή. Με τη φοροαπαλλαγή θα είναι εφικτό τα λεωφορεία, τα ταξί και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα να κινούνται αποκλειστικά με καθαρά φυτικά έλαια. Όπως και άλλες ανανεώσιμες ενεργειακές μορφές έτσι και η παραγωγή φυτικών ελαίων είναι αποκεντρωμένη. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η μεταφορά ελαίων και συμπυκνωμένων προϊόντων είναι πιο αποδοτικό να ανατεθεί η παραγωγή και χρήση εντός της τοπικής κοινότητας, η οποία δι’ αυτού θα εισπράττει και τα οικονομικά οφέλη. Πιστεύεται ότι μακροπρόθεσμα η προσέγγιση των καθαρών φυτικών ελαίων θα αποκομίσει τα μεγαλύτερα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη, αναγνωρίζει ότι από μόνη της δεν θα επιτρέψει να επιτευχθούν οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι. Επομένως πρέπει να ενθαρρυνθούν και οι δύο προσεγγίσεις αλλά επειδή η προσέγγιση των καθαρών φυτικών ελαίων προσκρούει σε πιο σημαντικά εμπόδια πρέπει να λάβει επιπρόσθετη στήριξη. Συμφωνεί με την πρόταση ότι τα κράτη μέλη θα έχουν περιθώριο επιλογής να εισαγάγουν μέχρι 50% φορολογική μείωση επί του συνολικού φάσματος των βιοκαυσίμων αλλά επιπροσθέτως είναι υπέρ της εισαγωγής διαφοροποιημένης φορολογικής μεταχείρισης εντός της κατηγορίας των βιοκαυσίμων που παράγονται με βάση την προαναφερθείσα προσέγγιση. Eτσι για τα βιοκαύσιμα που παράγονται με πιο φιλοπεριβαλλοντικό τρόπο πρέπει να ισχύει μεγαλύτερη φορολογική μείωση. Συνολικά, η φορολογική πρόταση της Επιτροπής αποτελεί ένα ενδιαφέρον βήμα προόδου που, μαζί με την υποχρέωση εμπορίας ενός ελάχιστου ποσοστού βιοκαυσίμων στα καύσιμα που διανέμονται για τις οδικές μεταφορές, αναμένεται ότι θα επιτρέψει στην ΕΕ να επιτύχει το στόχο του να αποτελούν τα εναλλακτικά καύσιμα το 20% των καυσίμων το έτος 2020. Τι είναι και πως παράγονται Τα βιοκαύιμα παράγονται με πληθώρα διαφορετικών τρόπων και αποτελούν ιδιαίτερα φιλοπεριβαλλοντική εναλλακτική λύση στα ορυκτά καύσιμα. Η ίδια η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «τα βιοκαύσιμα προσφέρουν μια ιδανική εναλλακτική λύση εφόσον όταν βασίζονται σε καλλιέργειες που καλλιεργούνται στην ΕΕ είναι πρακτικώς 100% εγχώρια και ουδέτερα σε CO2 καθώς το περιεχόμενό τους σε άνθρακα συγκρατείται από την ατμόσφαιρα». Τα βιοκαύσιμα είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, ενώ τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι. Η κατανάλωση μη ανανεώσιμων πόρων αντιπροσωπεύει ένα εξωτερικό κόστος που πρέπει να καταλογίζεται, μέσω της κατάλληλης πρόσθετης φορολογίας, στα παράγωγα προϊόντα των ορυκτών καυσίμων. Κι ακόμα η συμβολή στον αγώνα κατά του φαινομένου του θερμοκηπίου: τα βιοκαύσιμα είναι ουδέτερα από άποψη εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα, μια και ο άνθρακας που περιέχουν είχε αφαιρεθεί σε μια προηγούμενη φάση από την ατμόσφαιρα μέσω της διαδικασίας φωτοσύνθεσης των καλλιεργούμενων φυτών. Η καύση ορυκτού άνθρακα αντιπροσωπεύει ένα εξωτερικό κόστος του πετρελαϊκού κλάδου που πρέπει να του καταλογισθεί μέσω της κατάλληλης φορολογίας. Αυτή η επιχειρηματολογία είχε χρησιμοποιηθεί και με συγκρίσιμο φορολογικό κόστος για την επιβολή χαμηλότερης φορολογίας στα αμόλυβδα καύσιμα, πράγμα που επέτρεψε να διαδοθεί ταχύτερα η χρήση του. Επιπλέον η κοινοτική προτίμηση στα βιοκαύσιμα που παράγονται από κοινοτικές καλλιέργειες είναι εγχώρια κατά 100%, συμβάλλοντας έτσι αφενός στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ, αφετέρου στην απορρόφηση της γεωργικής παραγωγής της ΕΕ. Τέλος ο κλάδος παραγωγής βιοκαυσίμων έχει μια παράλληλη παραγωγή προϊόντων πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες, που μπορούν να συμβάλλουν στην μείωση του μεγάλου ελλείμματος της ΕΕ σε αυτό το ζωτικό τομέα.

Διαβάστε ακόμα