Του Νικου Νικολαου
Η μεγάλη ανατίμηση του ευρώ κυρίως έναντι του δολαρίου, αλλά και των ασιατικών νομισμάτων έχει δημιουργήσει προβλήματα στις ευρωπαϊκές οικονομίες και οι ηγέτες πολλών χωρών καταφέρονται ήδη ανοιχτά εναντίον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατηγορώντας τον κ. Τρισέ ότι με την ανατίμηση του κοινού νομίσματος υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης. Στις επιθέσεις κατά της ΕΚΤ πρωτοστατεί ως γνωστόν ο πρόεδρος της Γαλλίας κ. Νικολά Σαρκοζί και θα λέγαμε όχι άδικα, αφού η γαλλική οικονομία, όπως προκύπτει από τις εξαγωγικές της επιδόσεις έχει τις μεγαλύτερες απώλειες ανταγωνιστικότητος. Ο κ. Τρισέ, αλλά και οι επιτελείς του, αντιτείνουν στον κ. Σαρκοζί ότι η ευθύνη για τις απώλειες ανταγωνιστικότητος δεν βαρύνει το ευρώ, αλλά την οικονομική πολιτική της χώρας του, που έχει δημιουργήσει στρεβλώσεις στην οικονομία, με αποτέλεσμα τα γαλλικά προϊόντα να είναι ακριβά στη διεθνή αγορά και να μην εξάγονται. Το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου η κυβέρνηση συνασπισμού υπό την καγκελάριο Μέρκελ έχει πάρει θαρραλέα μέτρα εξυγίανσης της οικονομίας και διόρθωσης των στρεβλώσεων, είναι, κατά την ΕΚΤ, η ισχυρότερη απόδειξη ότι δεν φταίει το ευρώ για τα προβλήματα που έχουν ορισμένες οικονομίες της Ευρωζώνης. Πράγματι, το 2006, η Γερμανία επέτυχε παγκόσμια πρωτιά στις εξαγωγές της, που αυξήθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα το εμπορικό της ισοζύγιο να κλείσει με πλεόνασμα 162 δισ. ευρώ, ενώ της Γαλλίας έκλεισε με έλλειμμα 30 δισ. Η πρόοδος για τη Γερμανία συνεχίζεται και εφέτος με πλεόνασμα στο οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου 130 δισ., ενώ η Γαλλία έχει και πάλι έλλειμμα 23 δισ. Στο τελευταίο δελτίο της Alpha Bank περιλαμβάνεται ένα διάγραμμα με την εξέλιξη της σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (σύγκριση του εγχώριου νομίσματος με βάση τα νομίσματα των χωρών στις οποίες γίνονται οι εξαγωγές), στη Γερμανία, την Γαλλία και την Ελλάδα. Από το διάγραμμα αυτό φαίνεται ότι η συναλλαγματική ισοτιμία στη Γερμανία πέφτει, άρα τα προϊόντα της γίνονται ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές, ενώ στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα, αυξάνεται με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους να πέφτει. Για να κάνουμε πιο απλή την ανάλυση προσθέτουμε ότι προσδιοριστικοί παράγοντες της συναλλαγματικής ισοτιμίας, σύμφωνα με τα διεθνώς κρατούντα, είναι δύο. Πρώτον, ο πληθωρισμός. Εδώ η χώρα μας βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, αφού όλα τα τελευταία χρόνια ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος του μέσου στις χώρες της ΟΝΕ, από 1,5 έως και 2 ποσοστιαίες μονάδες. Μόνο πέρυσι και εφέτος η διαφορά τείνει προς τη μία ποσοστιαία μονάδα. Είμαστε λοιπόν ακριβότερη χώρα, άρα τα προϊόντα μας, συγκρινόμενα με τα ομοειδή της Ευρωζώνης, δεν είναι ανταγωνιστικά, ενώ στις τρίτες χώρες εξαγόμενα, επιβαρύνονται και από την ανατίμηση του ευρώ. Και δεύτερον, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Κατά την Τράπεζα της Ελλάδος η ταχύτερη αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα οφείλεται πρώτον, στην υπερβάλλουσα ζήτηση που τροφοδοτείται από τα κρατικά ελλείμματα, αλλά και από τον δανεισμό των νοικοκυριών, και δεύτερον, στις επιχειρηματικές συμφωνίες (καρτέλ κ.λπ.), που δεν αφήνουν τον ανταγωνισμό να λειτουργήσει ικανοποιητικά και τρίτον, στην ταχύτερη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Για παράδειγμα, το κόστος εργασίας αυξήθηκε το 2006 στην Ελλάδα κατά 3,3% και στην Ευρωζώνη μόνο κατά 0,8%. Το 2007 θα αυξηθεί στην Ελλάδα κατά 3,8% και στην Ευρωζώνη 1,2%. Πώς, λοιπόν, να μην είμαστε ακριβότεροι; (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/10/07)