Του Νίκου Κωνσταντάρα
Η οργή της τουρκικής κυβέρνησης και κοινωνίας για την απόφαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του αμερικανικού Κογκρέσου να εγκρίνει, την περασμένη Τετάρτη, ψήφισμα για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, δείχνει ότι το ζήτημα είναι ζωτικής σημασίας για τους Τούρκους. Τα μεγάλα αγκάθια για τους Τούρκους είναι η εντεινόμενη διάθεση άλλων χωρών να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, ο αλυτρωτικός πόλεμος των Κούρδων, οι σχέσεις Κράτους-Θρησκείας και Κράτους-Στρατού, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση και οι σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονές της. Μέσα στο τελευταίο κεφάλαιο βρίσκεται και το εδάφιο Ελλάδα-Κύπρος. Ολοι οι λαοί δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν μία αναθεώρηση της ιστορίας τους, που αλλάζει το πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το είδαμε πρόσφατα στην Ελλάδα με την ταραχή γύρω από το αποσυρμένο πλέον σχολικό βιβλίο Ιστορίας, το οποίο προσπάθησε να μειώσει το σύνδρομο του θύματος, που συνιστά μεγάλο μέρος της κοινής ταυτότητάς μας. Η εθνική ταυτότητα σμιλεύεται από τις συγκρούσεις, από τη συνύπαρξη με γείτονες και από εσωτερικές δυναμικές. Σκεφτείτε, λοιπόν, τι συμβαίνει όταν ζητείται από ένα έθνος να αναγνωρίσει ότι οι πρόγονοί του υπήρξαν ανελέητοι σφαγείς άλλων λαών. Για τους Τούρκους, η ιστορία του σύγχρονου έθνους τους αρχίζει με τη νίκη του Κεμάλ Ατατούρκ επί των Ελλήνων και με την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Βλέπουν τα χρόνια έως το 1923 ως μία ηρωική πορεία, όπου ένα νέο έθνος γεννήθηκε από την τέφρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, νίκησε πλειάδα εξωτερικών εχθρών και έβαλε στόχο να ενταχθεί στη Δύση. Το αρμενικό ζήτημα είναι, λοιπόν, μία βόμβα στα θεμέλια αυτού του ιδρυτικού μύθου της τουρκικής αναγέννησης. Οι τουρκικές αρχές ισχυρίζονται ότι η σφαγή του 1915 δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα ατυχές επακόλουθο της ταραγμένης εποχής και ότι υπήρξαν πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Οι Αρμένιοι, βέβαια, και τα αρχεία πολλών χωρών, έχουν αμέτρητα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν την οργανωμένη προσπάθεια να «καθαρίσουν» οι Τούρκοι τη χώρα τους. Ενδεικτικά, ο πρέσβης της Γερμανίας, τότε συμμάχου της Τουρκίας, έγραφε τον Ιούλιο του 1915 προς τον καγκελάριό του ότι δεν υπήρχε αμφιβολία πλέον ότι οι Τούρκοι επιχειρούσαν «να εξαφανίσουν το αρμενικό έθνος από την τουρκική αυτοκρατορία» (το γράφει ο Ούλριχ Τρούμπενερ στο βιβλίο «Η Γερμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία 1914-1918»). Ο πρέσβης Χανς φον Βάγκενχαϊμ και άλλοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να πείσουν τους Τούρκους να σταματήσουν τη σφαγή. Για καλή τύχη των Τούρκων τότε, ενώ η γενοκτονία έγινε γνωστή λόγω των πολλών μαρτύρων, η γενικευμένη σφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου επισκίασε τα γεγονότα της Ανατολίας. Αλλά για κακή τύχη των Τούρκων σήμερα, οι επιζώντες Αρμένιοι σκόρπισαν σε πολλές χώρες, ανάμεσά τους στις μεγάλες δημοκρατίες των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας κ.α. Το οποίο σημαίνει ότι όσο το επίπεδο ζωής των επιζώντων και των απογόνων τους βελτιωνόταν, τόσο πιο μεγάλη πολιτική δύναμη θα αποκτούσαν και έτσι θα μπορούσαν να επιδιώξουν κάποια αναγνώριση της γενοκτονίας. Σήμερα, αυτή η απαίτηση βρίσκεται στην καρδιά της αρμενικής ταυτότητας, μαζί με τις πληγές της σφαγής. Οι Τούρκοι, που δεν έμαθαν ποτέ να συμβιβάζονται με τους γείτονες και τους πρώην υπόδουλους λαούς τους, σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με την απαίτηση να αλλάξουν το πώς οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους. Μπορεί οι σημερινοί Τούρκοι να μην έφταιξαν για τα γεγονότα του 1915, αλλά οι αμαρτίες των προπάππων και η άρνηση των πατεράδων τους να αντιμετωπίσουν την αλήθεια, οδήγησαν τους σημερινούς Τούρκους σε μια οδυνηρότατη σύγκρουση του παρελθόντος με το μέλλον τους. Μέσα σε τόσα άλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία σήμερα, το αρμενικό ζήτημα είναι αυτό που μπορεί να γίνει το μεγαλύτερο εμπόδιο των Τούρκων στη μακρά πορεία προς τη Δύση. Είναι υποχρεωμένοι να συμβιβαστούν με το παρελθόν όπως είναι και όχι όπως το θέλουν. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14/10/07)