Με το μπλοκάρισμα της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας ο πρόεδρος Μακρόν αμφισβήτησε την τρέχουσα διαδικασία διεύρυνσης. Κρούει όμως ανοικτές θύρες γιατί είναι για χρόνια γνωστό τοις πάσι ότι η διαδικασία είναι προβληματική και ότι τα υποψήφια κράτη συχνά υιοθετούν επιφανειακές μεταρρυθμίσεις. Γιατί, λοιπόν, ήταν «ιστορικό λάθος» αν ο πρόεδρος Μακρόν είπε κάτι τόσο προφανές;

Πρώτον, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να αποξενώσει τα Δυτικά Βαλκάνια, την «εσωτερική της αυλή». Η περιοχή ξέφυγε από τον φαύλο κύκλο της αστάθειας, όταν συνδέθηκε με το όραμα της ενωμένης Ευρώπης. Η προοπτική ένταξης, αν και μακρινή, επέτρεψε στην περιοχή να επιτύχει στοιχειώδη σταθερότητα και σημαντικές προόδους σε όλους τους τομείς. Αντίθετα, όποτε τα Βαλκάνια περιθωριοποιήθηκαν σύντομα εμφανίστηκαν αρνητικές συνέπεις τόσο για τα ίδια, όσο και την ΕΕ.

Δεύτερον, η κίνηση Μακρόν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές τάσεις εκδημοκρατισμού στη περιοχή. Η ΕΕ συνεχίζει χωρίς καμία κύρωση ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Σερβία και Μαυροβούνιο, όπου η δημοκρατία υποχωρεί. Αντίθετα, η ΕΕ «τιμωρεί» τη Βόρεια Μακεδονία, τη μόνη χώρα της περιοχής όπου μια φιλο-ευρωπαϊκή πολιτική κινητοποίηση κατάφερε να ανατρέψει ένα αυταρχικό και εθνικιστικό καθεστώς. Ενώ οι πρόωρες εκλογές μπορεί να οδηγήσουν στην αντιπολίτευση το κόμμα με την πιο φιλόδοξη μεταρρυθμιστική ατζέντα στην περιοχή. Ακόμα και για την Αλβανία, αγνοείται πλήρως η μεγάλη πρόοδος στην εκκαθάριση του δικαστικού σώματος, υπό την επίβλεψη της ΕΕ. Ποιο είναι, λοιπόν, το πραγματικό ενδιαφέρον για τη δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στα Βαλκάνια και ποια η αυστηρή αξιολόγησή τους, την οποία ευαγγελίζεται το Παρίσι;

Τρίτον, η ΕΕ κωφεύει στις εκκλήσεις της κοινωνίας πολιτών να απαντήσει στην υπονόμευση της δημοκρατίας μέσω εφαρμογής αυστηρών κανόνων και κυρώσεων έναντι των ελίτ, και όχι οριζόντιων μέτρων, που θίγουν τελικά μόνο τις κοινωνίες. Χώρες της ΕΕ μάλιστα συνεχίζουν τη στενή συνεργασία με αυταρχικές ηγεσίες, ενώ στη συνέχεια επιδεικνύουν τα αποτελέσματα αυτών των κυβερνήσεων ως απόδειξη ότι τα Βαλκάνια δεν αλλάζουν. Αυτό που δεν αλλάζει όμως είναι η υποκριτική αντιμετώπιση της περιοχής από πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες.

Τέταρτον, η ίδια η Γαλλία είναι έως τώρα παντελώς απούσα από τον διάλογο για τη μεταρρυθμιση της διαδικασίας διεύρυνσης. Αλλά και τώρα δεν εισφέρει νέες ιδέες. Απλώς ζητείται από τα κράτη-μέλη να αποδεχθούν μια υψηλού ρίσκου κίνηση, χωρίς ορατή προοπτική. Μια γενικά επιτυχημένη πολιτική, όπως αυτή της διεύρυνσης, μπορεί να αντικατασταθεί μόνο με νέα, σαφώς σχεδιασμένη πολιτική. Δεν «χαλάς» κάτι που, αν και με προβλήματα λειτουργεί, πριν έχεις σαφή εικόνα του τι θα το αντικαταστήσει. Ειδικά, αν αυτό το κάτι συνδέεται με ζωτικά συμφέροντα πολλών ευρωπαϊκών χωρών.

Τελικά το βασικότερο πρόβλημα με τις κινήσεις Μακρόν είναι ότι, έμμεσα για την ώρα, αμφισβητεί την ίδια τη στρατηγική της ευρωπαϊκής ένταξης των Βαλκανίων. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων. Θέτει δε υπό αμφισβήτηση την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης του 2003, μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και θεμέλιο λίθο της βαλκανικής πολιτικής της ΕΕ.

Και μόνο γι' αυτόν τον λόγο, θα ανέμενε κανείς μια πιο ηχηρή αντίδραση από το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Άλλωστε, στις δυτικές πρωτεύουσες ήδη ακούγονται σενάρια για τα γαλλικά σχέδια για την περιοχή, που είναι ιδιαίτερα αρνητικά, έως και καταστροφικά για τα ελληνικά συμφέροντα.

*Ο Ιωάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επικεφαλής του προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ

(Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ)