Της Κατερίνας Καπερναράκου
Οταν τον Μάρτιο του 2005 η Goldman Sachs είχε προβλέψει ότι η τιμή του πετρελαίου θα ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι, πολλοί αντέδρασαν βίαια, κατηγορώντας την αμερικανική επενδυτική τράπεζα ότι σπέρνει τον τρόμο. Ισως η αντίδραση αυτή ήταν δικαιολογημένη, αφού εκείνη τη στιγμή η τιμή βρισκόταν στα 57 δολάρια το βαρέλι. Στις αρχές αυτής της εβδομάδας η βρετανική τράπεζα Barclays Capital σε έκθεσή της διατύπωνε το εξής ερώτημα: «Σήμερα πλέον το ζήτημα δεν είναι, εάν το πετρέλαιο ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι αλλά το πότε». Κανείς δεν αντέδρασε, όπως ήταν αναμενόμενο. Εξάλλου, το 45% των αναλυτών που ρώτησε η Morgan Stanley, πιστεύει το ίδιο. Το ζωηρότατο αγοραστικό ενδιαφέρον για τον «μαύρο χρυσό», όπως και για τον ίδιο τον χρυσό, πυροδοτείται από τη ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νομίσματα αλλά πλην του αμερικανικού δολαρίου, όπως αναφέρουν οικονομολόγοι της National Bank of Australia. Μία περαιτέρω μείωση των επιτοκίων από την Κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) στα τέλη του μηνός θα αποδυναμώσει περαιτέρω το δολάριο και πιθανώς θα ωθήσει το πετρέλαιο στα 100 δολάρια -εκτός εάν η αναρρίχηση ανακοπεί νωρίτερα. Πάντως, πέραν των οφθαλμοφανών παραγόντων, οι οποίοι επηρεάζουν την ανοδική πορεία του εμπορεύματος και είναι κατ' αρχήν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις και μετά οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή και οι ανησυχίες για την κάλυψη της συνεχώς διογκούμενης ζήτησης, υπάρχει και μία βαθύτερη σχέση μέσα στον χρόνο, αυτή το δολαρίου-πετρελαίου. Ορισμένοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι κάνουν λόγο για το θεμελιώδη συσχετισμό δολαρίου και πετρελαίου, ο οποίος συν τω χρόνω μεταβάλλεται. Μετά το 2002 έχει εξελιχθεί σε αρνητικό, ενώ τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες είχε κινηθεί σε θετικό έδαφος. Εκτοτε, οι τιμές πετρελαίου από τα 30 δολάρια το βαρέλι έφθασαν τα 90 δολάρια, ενώ το δολάριο απώλεσε 40% της αξίας του προς το ευρώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εξασθένηση του δολαρίου οφείλεται κυρίως στην τιμή του πετρελαίου, όπως δεν ισχύει και το αντίστροφο. Ουσιαστικά τρία πράγματα πρέπει να έχουν κατά νου οι επενδυτές: Πρώτον, οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες εν γένει είτε εντός είτε εκτός ΟΠΕΚ τείνουν να αγοράζουν και να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια εισάγουν λιγότερα αγαθά από τις ΗΠΑ και περισσότερα από την Ευρώπη. Ειδικά ο ΟΠΕΚ έχει τριπλάσιες εισαγωγές από την Ε.Ε. εν συγκρίσει με τις ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου διοχετεύεται στις εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα δεδομένα αυτά εξηγούν, γιατί ο συσχετισμός πετρελαίου και ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου μεταβάλλεται. Οπότε, εάν οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες σταδιακά αυξήσουν τις δαπάνες τους και μειώσουν τις αποταμιεύσεις τους σε δολάρια από τις εξαγωγές πετρελαίου, ενώ παράλληλα εξακολουθήσουν να εισαγάγουν διπλάσια προϊόντα από την Ε.Ε. συγκριτικά με τις ΗΠΑ, ο συσχετισμός ευρώ/δολαρίου θα παραμείνει ως έχει. Δεύτερον, το ευρώ ενδεχομένως να ενισχύεται προς το δολάριο, όταν παρατηρείται άνοδος στις τιμές πετρελαίου, εφόσον οι επενδυτές υποθέτουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τείνει να αυξάνει τα επιτόκια για να αποτρέψει πληθωριστικές πιέσεις λόγω πετρελαίου. Οι επενδυτές σκέπτονται ότι η Fed αντιθέτως έχει λιγότερες πιθανότητες να σκληρύνει τη νομισματική πολιτική με την άνοδο του πληθωρισμού. Με αυτήν την υπόθεση αγοράζουν ευρώ και πωλούν δολάρια, όταν το πετρέλαιο ενισχύεται, και πωλούν ευρώ για να αγοράσουν δολάρια, όταν εξασθενεί, δημιουργώντας ένα συσχετισμό σε πραγματικό χρόνο μεταξύ πετρελαίου και ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου. Τρίτον, όπως παρατηρούν οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι, η αποδυνάμωση του δολαρίου ενδεχομένως να έχει συμβάλει σε τέτοιο βαθμό στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας της Ασίας, ούτως ώστε η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο να διογκώνεται και, ως συνέπεια, να εκτινάσσονται και οι τιμές του. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21/10/07)