Την πάγια θέση του για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (από τον στόχο του 3,5% έως και το 2022) διατηρεί το ΔΝΤ, προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ εξακολουθεί να θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο μετά το 2032 και αγνοεί τη θεαματική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από την περυσινή έκθεση του Ταμείου μέχρι σήμερα, στην έκθεση του «άρθρου 4», που συζητήθηκε χθες στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου. 

Η έκθεση που καταρτίστηκε με βάση το άρθρο 4 του κανονισμού του ΔΝΤ παρουσιάζει τα συμπεράσματα της αποστολής που πραγματοποίησαν οι τεχνοκράτες του στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο.

Οι προβλέψεις του Ταμείου, σύμφωνα με πληροφορίες, διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες που θα περιλαμβάνει η 4η έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας των ευρωπαϊκών θεσμών, η οποία θα δημοσιοποιηθεί στις 20 Νοεμβρίου.

Ενώ στην έκθεση των Ευρωπαίων θα διαπιστώνεται σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και θα υπάρχουν πιο αισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξή του σε σύγκριση με τις αρχές του έτους, αντιθέτως στην έκθεση του ΔΝΤ το δυσμενές σενάριο για την πορεία του χρέους έχει αναθεωρηθεί επί τα χείρω συγκριτικά με την προηγούμενη ανάλυση του ΔΝΤ πριν από ένα χρόνο.

Το ΔΝΤ θα καλεί του Ευρωπαίους δανειστές της Ελλάδας να ξεκινήσουν από το 2020 τον διάλογο γα την αλλαγή των δημοσιονομικών στόχων προτείνοντας εμμέσως ο μεσοπρόθεσμος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% να αναθεωρηθεί στο 1,5% ή κατ’ ανώτερο στο 2% του ΑΕΠ.

Η Ελληνική κυβέρνηση όμως φαίνεται ότι εξασφάλισε την έγκριση της Κομισιόν για τη μείωση εξυπηρέτησης του χρέους, γεγονός που της δίνει το πλεονέκτημα για έναρξη διαπραγματεύσεων για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.

Προϋπόθεση όμως, είναι να βγει το στοίχημα της ανάπτυξης και σε αυτό το σημείο οι προβλέψεις της Κομισιόν βαραίνουν και την Αθήνα.

Το ΔΝΤ θα επισημαίνει ότι το ασφαλιστικό σύστημα παραμένει από τα πιο γενναία στην Ευρώπη ενώ η φορολογική βάση είναι εξαιρετικά στενή αφού περίπου το 60% των φορολογούμενων συνεχίζει να απαλλάσσεται λόγω αφορολόγητου.

Με τον τρόπο αυτό επαναφέρει την περικοπή των παλιών συντάξεων και του αφορολόγητου, μέτρα τα οποία παρότι ψηφίστηκαν κάτω από πίεση το 2017 ουδέποτε εφαρμόστηκαν αφού η προηγούμενη Κυβέρνηση ακύρωσε την περικοπή της προσωπικής διαφοράς και η σημερινή την περικοπή του αφορολόγητου.