Της Ελένης Στεργίου
Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στη Γερμανία, με 17 πυρηνικές μονάδες, είναι έξι φορές υψηλότερες από ό,τι στη Γαλλία, όπου λειτουργούν 59 πυρηνικές μονάδες. Έτσι, η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ επανεξετάζεται προκειμένου να επιτευχθούν οι «πράσινοι» στόχοι που έθεσαν οι 27 αρχηγοί κρατών-μελών τον περασμένο Μάρτιο. Υιοθετώντας με 509 ψήφους υπέρ, 153 κατά και 30 αποχές την έκθεση του Γερμανού ευρωβουλευτή κ. Herbert REUL το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι η βελτίωση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας συμβάλλει τα μέγιστα στη βιωσιμότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τις δυνατότητες εξαγωγών των παραγωγών της ΕΕ. Θεωρεί δε πολύ σημαντική τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών, λόγω της αυξανόμενης ανεπάρκειας των πόρων. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι χωρίς την λήψη προληπτικών μέτρων, η εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ορυκτών πηγών ενέργειας θα αυξηθεί κατά 65% μέχρι το 2030 ενώ η προμήθεια αργού πετρελαίου θα καταστεί δυσχερέστερη λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων. Η έκθεση Reul υπογραμίζει ότι, λόγω της αυξανόμενης ανεπάρκειας των πόρων, η συνέχιση της εκμετάλλευσης ορυκτών καυσίμων θα συνεχίσει να είναι απαραίτητη στην Ευρώπη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι' αυτόν το λόγο οι ευρωβουλευτές θεωρούν σημαντικό να βελτιωθεί περαιτέρω η τεχνολογία για την απόδοση των σταθμών παραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα. Επίσης, η έκθεση θεωρεί ότι ικανοποιητική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τον ενεργειακό τομέα μπορεί να επιτευχθεί μόνον με την επέκταση της χρήσης τεχνολογιών χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα, όπως η πυρηνική ενέργεια, ο καθαρός άνθρακας και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ενώ επισημαίνει τις δυνατότητες αποδοτικότερης και ασφαλέστερης λειτουργίας που ανοίγονται με τους πυρηνικούς αντιδραστήρες τέταρτης γενιάς. Όσον αφορά το πολιτικά αμφιλεγόμενο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας, τόσο η έκθεση Reul όσο και ο αρμόδιος Επίτροπος για θέματα ενέργειας κ. Άντρις Πίμπαλγκς θεωρούν ότι θα είναι δύσκολο - αν όχι αδύνατο - να επιτύχουμε τους στόχους μας για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών χωρίς τη συνδρομή της πυρηνικής ενέργειας. Ο ρόλος της πυρηνικής ενέργειας Με ποσοστό 31% στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ, οι πυρηνικές μονάδες έχουν μεγάλη συμμετοχή στην ενεργειακή παραγωγή. Εκτός από τον κεντρικό ρόλο τους στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, που αποδεικνύει την ανταγωνιστικότητά τους, παρέχουν σημαντική συμβολή και στην προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, και μόνο η κατασκευή μιας πέμπτης πυρηνικής μονάδας στη Φιλανδία προκαλεί μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 15%. Και μόνο στη Γερμανία, οι ήδη υπάρχουσες μονάδες πυρηνικής ενέργειας αποφέρουν εξοικονόμηση 160 εκατομμυρίων τόνων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) παγκοσμίως δε η εξοικονόμηση αυτή ανέρχεται σε 700 εκατ. τόνους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαπίστωσε δικαίως στις 8 και 9 Μαρτίου 2007 ότι η πυρηνική ενέργεια έχει σημαντική συμβολή στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας Τη σχέση μεταξύ υψηλού ποσοστού της πυρηνικής ενέργειας και χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον ενεργειακό τομέα τονίζει και η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας σε πρόσφατη έκθεσή της για το 2006. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στη Γερμανία που διαθέτει 17 πυρηνικές μονάδες, είναι έξι φορές υψηλότερες από ό,τι στη Γαλλία όπου λειτουργούν 59 πυρηνικές μονάδες. Τα σχεδιαζόμενα σήμερα ή ήδη κατασκευαζόμενα παγκοσμίως, άνω των 50 πυρηνικά εργοστάσια θα συμβάλουν συνεπώς ακόμη περισσότερο στην προστασία του κλίματος και στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Τη θέση αυτή υποστηρίζουν και εμπειρογνώμονες του κλίματος στην πρόσφατη έκθεση του IPCC για τις κλιματικές αλλαγές. Η συμβολή αυτή θα είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγω του ότι η νέα γενεά πυρηνικών αντιδραστήρων έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ενώ μειώνει ακόμη περισσότερο το κόστος λειτουργίας και αυξάνει το περιβαλλοντικό ισοζύγιο. Άλλωστε, τα μεγαλύτερα κοιτάσματα ουρανίου βρίσκονται σε πολιτικά σταθερά κράτη, όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς. Ο υψηλός βαθμός ανακύκλωσης κατά τη χρησιμοποίηση καυσίμων στις σύγχρονες πυρηνικές μονάδες συμβάλλει επίσης ουσιαστικά στην ασφάλεια του εφοδιασμού, αφού στους αντιδραστήρες της νέας γενιάς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα κοιτάσματα ουρανίου που επαρκούν για πολλές γενεές. Αυτός ο υψηλός βαθμός ανακύκλωσης συμβάλλει και στην μείωση των ραδιενεργών αποβλήτων. Πρέπει να τονιστεί ότι το ζήτημα της τελικής αποθήκευσης των ραδιενεργών αποβλήτων μπορεί να λυθεί. Σήμερα αποτρέπεται η τελική αποθήκευση όχι για επιστημονικούς αλλά για πολιτικούς λόγους. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει επιτέλους στον τομέα αυτόν να χαράξουν και να εφαρμόσουν μια σαφή στρατηγική. Και η αύξηση στις τιμές του ουρανίου δεν πρέπει να προκαλεί ανησυχία σε αντίθεση με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και φυσικού αερίου, αφού οι λειτουργικές δαπάνες ενός πυρηνικού εργοστασίου ανέρχονται μόνο σε 5% των συνολικών δαπανών του. Έτσι, εξασφαλίζεται μεγάλη ανεξαρτησία από τις διακυμάνσεις των τιμών. Παράλληλα, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από πυρηνική ενέργεια είναι ήδη σήμερα πολύ οικονομικότερη από ό,τι η παραγωγή του από ορυκτές μορφές ενεργείας και ανανεώσιμες πηγές. Τα σύγχρονα πυρηνικά εργοστάσια με το σημερινό επίπεδο τιμών του πετρελαίου στα 40 έως 45 δολάρια το βαρέλι, και αντίστοιχες τιμές του αερίου σε 4,70 έως 5,70 $ ανά ΜΒtu, είναι πολύ ανταγωνιστικά. Μια περαιτέρω συμβολή την προστασία του περιβάλλοντος και στην ασφάλεια του εφοδιασμού θα μπορούσε να παράσχει και η πυρηνική σύντηξη. Η κατασκευή του διεθνούς θερμοπυρηνικού πυρηνικού αντιδραστήρα με σημαντική συμμετοχή της ΕΕ αποτελεί σημαντικό βήμα για τη μελλοντική εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της ΕΕ για την ενέργεια διατίθενται 27% των πιστώσεων για την πυρηνική ενέργεια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων δαπανάται κατά παράδοση για την πυρηνική ασφάλεια. Αντίστοιχα υψηλές είναι οι προδιαγραφές ασφάλειας των ευρωπαϊκών πυρηνικών εργοστασίων. Ενόψει της παγκόσμιας αναγέννησης της πυρηνικής ενέργειας, η ΕΕ πρέπει να φροντίσει ώστε οι αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας που ισχύουν στο έδαφός της να εφαρμοστούν και παγκοσμίως. Με τον τρόπο αυτό η ΕΕ θα προσφέρει σημαντική συμβολή παγκοσμίως στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια σημαντική αγορά για τις ευρωπαϊκές τεχνολογίες αιχμής, πράγμα που εξασφαλίζει θέσεις εργασίας στην ΕΕ. Ο ρόλος των πηγών ενέργειας στην ΕΕ Το ποσοστό ορυκτών ενεργειακών πηγών στην ακαθάριστη εγχώρια παραγωγή της ΕΕ - 25 ανερχόταν το 2004 σε 79% με το μεγαλύτερο μέρος να καλύπτεται από το πετρέλαιο (37,2%), ακολουθούμενο από το αέριο (23,9%) και τον άνθρακα (17,9%). Ο άνθρακας παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ενώ το πετρέλαιο είναι η κυρίαρχη πηγή στον τομέα των μεταφορών. Αντίθετα, το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται σε περίπου ίσες ποσότητες για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και την παραγωγή θερμότητας. Λόγω αυτού του σημαντικού ρόλου και της παράλληλης έλλειψης εξίσου οικονομικών και αποδοτικών εναλλακτικών λύσεων, οι ορυκτές πηγές ενέργειας θα συνεχίσουν να αποτελούν σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις και μέχρι το 2020 αλλά και αργότερα σημαντικό τμήμα των πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ Επίσης, η εξάρτηση από τις εισαγωγές όσον αφορά τις ορυκτές πηγές ενέργειας θα αυξηθεί μέχρι το 2030 σε 70% έναντι 47% το 1990. Ιδιαίτερα υψηλά, σε ποσοστό περίπου 94% κυμαίνεται η εξάρτηση από τις εισαγωγές πετρελαίου. Ωστόσο, και για το φυσικό αέριο η εξάρτηση από τις εισαγωγές πρόκειται να αυξηθεί από 47,5 % το 2004 σε περίπου 85% το 2030. Και οι δύο αυξήσεις οφείλονται κυρίως στη μείωση της εγχώριας παραγωγής λόγω εξάντλησης των κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου. Παράλληλα, αυξάνεται η ζήτηση για ενέργεια κατά 1% το χρόνο. Η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνεται περίπου κατά το διπλάσιο σε σχέση με άλλες πηγές ενέργειας. Η σπουδαιότητα της τεχνολογίας Οι καινοτόμες ενεργειακές τεχνολογίες δεν αποτελούν απλώς έναν σημαντικό οικονομικό παράγοντα, αλλά και αποφασιστική συμβολή στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Η ΕΕ, τα κράτη μέλη και οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την προώθηση της έρευνας και της ανάπτυξης νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Στο πλαίσιο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αύξηση της ανθεκτικότητας του περιβάλλοντος και της ασφάλειας των υφιστάμενων μονάδων, η αναζήτηση νέων ενεργειακών πηγών, η ασφαλέστερη χρησιμοποίηση των ορυκτών πηγών ενεργείας καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη της πυρηνικής σχάσης και των τεχνολογιών πυρηνικής σύντηξης. Παράλληλα, αυξάνεται συνεχώς το εξαγωγικό δυναμικό αυτών των τεχνολογιών. Ήδη το 2004 εξήχθησαν για παράδειγμα από την ΕΕ οικολογικές τεχνολογίες συνολικής αξίας 22 δισεκατομμυρίων ευρώ. Σε παγκόσμια κλίμακα το μερίδιο της ενεργειακής τεχνολογίας στην αγορά θα μπορούσε να αυξηθεί μέχρι το 2020 σε περίπου 2.200 δισεκατομμύρια ευρώ. Στόχος της κοινοτικής στήριξης της τεχνολογίας πρέπει να είναι να επιτρέψει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή σε αυτό το μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας. Αυτό θα συντελέσει σε μεγάλο βαθμό και στην εξασφάλιση των θέσεων εργασίας καθώς και στη δημιουργία νέων απασχολήσεων στην ΕΕ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν η ενίσχυση της έρευνας στον ενεργειακό τομέα η οποία το 2004 ανερχόταν στο 0,04% του ΑΕΠ, προσαρμοστεί στο αισθητά υψηλότερο επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας και οργανωθεί αποτελεσματικότερα. Πρέπει σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας να επικεντρωθεί σε τεχνολογίες που εξυπηρετούν τα γενικότερα στρατηγικά συμφέροντα της ΕΕ και παράλληλα δημιουργούν βαρύνουσα και εμφανή προστιθέμενη αξία σε σχέση με την επιχορήγηση από τα μεμονωμένα κράτη μέλη. Απαραίτητος είναι επίσης ένας καλύτερος συντονισμός των εθνικών και των κοινοτικών ερευνητικών προγραμμάτων. Πέρα από την ενίσχυση της έρευνας, αποτελεί σημαντικό εργαλείο και η χρηματοδότηση για την προώθηση των μελλοντοστραφών τεχνολογιών. Τέτοιες χρηματοδοτήσεις ωστόσο θα πρέπει να διακόπτονται όταν ένα προϊόν φτάσει στην ωρίμανσή του στην αγορά. Μεγαλύτερο βάρος πρέπει να δοθεί για το λόγο αυτό στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής πλατφόρμας για καινοτόμες τεχνολογίες, όπως προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως πεδίο επικοινωνίας μεταξύ κατασκευαστών και πελατών. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να δίδεται σύντομα μια γενική εικόνα για τις καινοτόμες ενεργειακές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης. Ορυκτές πηγές ενέργειας Σήμερα το κόστος παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από ορυκτές πηγές ενέργειας στην ΕΕ βρίσκεται κατά μέσο όρο στο ήμισυ σε σχέση με την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές (4,7 λεπτά ανά κιλοβατώρα έναντι 9,5 λεπτών ανά κιλοβατώρα - cent/kWh). Ειδικά σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά είναι αδιανόητη η εγκατάλειψη των ορυκτών πηγών ενέργειας, ενόσω οι εναλλακτικές λύσεις συνεπάγονται μεγαλύτερο κόστος για τις επιχειρήσεις και για τους καταναλωτές. Αυτό θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο τους αναπτυξιακούς στόχους της ΕΕ και τους στόχους της Λισαβόνας. Για τη μελλοντική ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να αντικατασταθούν οι πεπαλαιωμένες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με νέες εγκαταστάσεις με συντελεστές παραγωγής που να φθάνουν μέχρι 55%. Αντικατάσταση του ενός τρίτου των εργοστασίων που λειτουργούν με άνθρακα στην ΕΕ με σύγχρονες μονάδες έως το 2020, σημαίνει περιορισμό εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος στην ΕΕ κατά το ένα τρίτο. Το ποια ενεργειακή πηγή θα επικρατήσει κατά την κατασκευή νέων μονάδων, πρέπει ωστόσο να αφεθεί στην ευχέρεια των παραγωγών ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίοι έχουν πληρέστερη εικόνα του κόστους και των πλεονεκτημάτων των διαφόρων πηγών ενέργειας. Για λόγους ασφάλειας του εφοδιασμού δεν πρέπει οι προσπάθειες για την προστασία του κλίματος που καταβάλλονται σήμερα να οδηγήσουν μια ενεργειακή πηγή σε μειονεκτική θέση. Αυτό ισχύει ιδίως για τον άνθρακα, του οποίου τα παγκόσμια αποθέματα αρκούν τουλάχιστον για 200 χρόνια. Έτσι, από τα αποθέματα άνθρακα που είναι σήμερα η περισσότερο διαδεδομένη ορυκτή πηγή ενέργειας, το 26% των βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, άλλα 23% στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Εντός της ΕΕ διαθέτουν η Γερμανία (7%) και η Πολωνία (2%) σημαντικό μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα περισσότερα αποθέματα βρίσκονται σε πολιτικά σταθερές χώρες ενώ η διακύμανση των τιμών για αυτήν την πηγή ενέργειας είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με το πετρέλαιο και το αέριο. Ιδίως αυτό το γεγονός καθιστά τον άνθρακα μια πολύ σημαντική ορυκτή πηγή ενέργειας για την ΕΕ. Και από τεχνολογικής πλευράς δεν πρέπει να παραμεληθεί ο άνθρακας. Μόνο εάν συνεχίσει στην ΕΕ να χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό ο άνθρακας για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, μπορούν να επιτύχουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις τεχνολογικές προόδους και σε σχέση με τις νέο-βιομηχανικές χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία που διαθέτουν οι ίδιες σημαντικά κοιτάσματα άνθρακα. Αυτό θα εξασφαλίσει στην ΕΕ θέσεις εργασίας ενώ θα συντελέσει και στην προστασία του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26/10/07)