Του Λεωνιδα Στεργιου
Κάθε φορά που ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου σε απειλητικά επίπεδα, κυρίως για τις δυτικές οικονομίες, επανέρχεται το θέμα της ενεργειακής εξάρτησης και το ζήτημα της υποκατάστασης του μαύρου χρυσού από άλλες πιο φθηνές και πιο φιλικές προς το περιβάλλον πηγές ενέργειας. Σε κάποια κράτη ο προβληματισμός αυτός έχει αποδώσει και πράγματι έχει συμβάλει στη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο και, κατά συνέπεια, τις αρνητικές επιπτώσεις από τις ανοδικές τάσεις των τιμών των καυσίμων. Στην Ευρώπη ο προβληματισμός αυτός έχει περάσει κυρίως από την αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέσω της χάραξης της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής μέχρι το 2010. Επίκεντρο της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής είναι ο κύριος στρατηγικός ενεργειακός στόχος ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου κατά 20% μέχρι το 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Για την επίτευξη του κεντρικού στρατηγικού στόχου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει, παράλληλα, την επίτευξη τριών σχετιζόμενων στόχων, με ορίζοντα το 2020: βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% και αύξηση του ποσοστού διείσδυσης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα στο επίπεδο του 20% και αύξηση του ποσοστού των βιοκαυσίμων στις μεταφορές στο 10%. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες είχαν κάνει συνείδηση τους στόχους αυτούς πριν ακόμη προσδιοριστούν το 2005 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παράδειγμα αποτελεί η Ισπανία. Σε άλλες χώρες, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών δεν έχει διαφανεί στην πραγματική οικονομία κάποια σημαντική αλλαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ελλάδα, όπου παρά την αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το ποσοστό συμμετοχής τους παραμένει ακόμα χαμηλό και η ενεργειακή εξάρτηση πάνω από το 70%. Υπάρχουν και κάποιες άλλες, οι οποίες «ξεπέρασαν» τον προβληματισμό και δεν τον περιορίζουν μόνο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως αιολική, ή στα βιοκαύσιμα. Τέτοια είναι η Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια θεωρεί ότι πιο «καθαρή» υπό προϋποθέσεις, αλλά ταυτόχρονα και πιο αποτελεσματική από οικονομικής απόψεως, είναι η πυρηνική ενέργεια. Η Γερμανία καλύπτει το 30% των αναγκών της από πυρηνική ενέργεια και ο δείκτης ενεργειακής εξάρτησης βρίσκεται κοντά στο 60%. Μάλιστα, τελευταία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλέπει την πυρηνική ενέργεια πιο θετικά. Ισως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Δανία, η οποία μαζί με τη Νορβηγία εμφανίζουν αρνητική ενεργειακή εξάρτηση. Ο δείκτης ενεργειακής εξάρτησης της Δανίας είναι -50% και της Νορβηγίας είναι -100%. Η ερμηνεία για τη Νορβηγία είναι απλή, αφού διαθέτει και εκμεταλλεύεται σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και κάνει εξαγωγές στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Η ιστορία, όμως, της Δανίας είναι εντυπωσιακή: Το ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης μόνο από το πετρέλαιο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για τη Δανία ήταν στο 92%, αφού το ποσοστό της δικής της ενεργειακής επάρκειας ήταν μόλις 2%. Κι όμως έφτασε σήμερα να έχει αρνητική ενεργειακή εξάρτηση. Πώς; Αφορμή ήταν η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Οι Δανοί διαπίστωσαν ότι η δραστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου πλήττει σημαντικά την οικονομία τους. Ετσι, έβαλαν μπροστά ένα δραστικό σχέδιο εύρεσης κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και ταυτόχρονα προχώρησαν σε υποκατάσταση διαφόρων πηγών ενέργειας με ανανεώσιμες και σε πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας. Βέβαια βοήθησε σημαντικά το γεγονός ότι εντοπίστηκαν κοιτάσματα στη Βόρεια Θάλασσα. Ενα άλλο επιτυχημένο παράδειγμα είναι αυτό της Ισπανίας, η οποία κατόρθωσε να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση μέσω σημαντικής αύξησης της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα νοικοκυριά καταναλώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής ενέργειας που παράγεται. Το ποσοστό που αντιστοιχεί στην κατανάλωση των νοικοκυριών ανέρχεται περίπου στο 30%. Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών προέρχεται από ανανεώσιμα καύσιμα. Ακολουθεί η βιομηχανία σε ό,τι αφορά τη συνολική κατανάλωση ενέργειας, η οποία προέρχεται κυρίως από άνθρακα και ηλεκτρισμό και φυσικού αέριο. Στην τρίτη θέση έρχονται οι μεταφορές, των οποίων η ενέργεια προέρχεται σχεδόν εξολοκλήρου από το πετρέλαιο και ένα μικρό μέρος από φυσικό αέριο. Κατά 1,4% αυξήθηκε η κατανάλωση πυρηνικής ενέργειας παγκοσμίως το 2006, σύμφωνα με τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της BP. Η παγκόσμια παραγωγή ανήλθε σε 2.808,1 τεραβατώρες. Περισσότερο από το 45% της παγκόσμιας κατανάλωσης προέρχεται από την Ευρώπη και την Ευρασία. Σε 3.040,4 τεραβατώρες ανήλθε η παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Η παραγωγή ενέργειας με τη δύναμη του νερού αυξήθηκε το 2006 κατά 3,2%. Το 0,2% της παγκόσμιας παραγωγής προήλθε από την Ελλάδα. Η συνολική πρωτογενής παραγωγή ενέργειας το 2006 ανήλθε σε παγκόσμιο επίπεδο σε 10.878,5 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμους πετρελαίου. Από την παραγωγή αυτή, οι 3.889,8 εκατ. τόνοι προήλθαν από πετρέλαιο, οι 2.574,9 εκατ. τόνοι από φυσικό αέριο, οι 3.090,1 εκατ. τόνοι από κάρβουνο, οι 635,5 εκατ. τόνοι από πυρηνική ενέργεια και οι 688,1 εκατ. τόνοι από υδροηλεκτρικά εργοστάσια. (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26/10/07)